Γκρόσμαν, Βασίλι

Γκρόσμαν, Βασίλι

Ο Βασίλι Σεμιόνοβιτς Γκρόσμαν γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1905 στην πόλη Μπερντίτσεβ της Ουκρανίας, που εκείνη την εποχή ήταν έδρα της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας στην Ανατολική Ευρώπη. Ο πατέρας του, ένας Μενσεβίκος σπουδασμένος στο εξωτερικό, ήταν χημικός μηχανικός και η μητέρα του, καθηγήτρια γαλλικών. Οι γονείς του χώρισαν νωρίς και ο Βασίλι μεγάλωσε με τη μητέρα του. Το 1922 αποφοίτησε από Γυμνάσιο του Κιέβου και εγγράφηκε στο Τμήμα Χημείας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, απΆ όπου αποφοίτησε το 1929. Στη συνέχεια εργάστηκε ως μηχανολόγος, υπεύθυνος για τα μέτρα εργατικής ασφάλειας, σε ανθρακωρυχείο του Ντόνετσκ, στο Περιφερικό Ινστιτούτο Παθολογίας της Ουκρανίας και στο Τμήμα Χημείας της Ιατρικής Σχολής «Στάλιν». Παράλληλα άρχισε να γράφει τα πρώτα του διηγήματα, με θέματα παρμένα από τον εμφύλιο πόλεμο και τη ζωή των ανθρακωρύχων.
Το 1933 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Εκεί, η δημοσίευση του διηγήματός του Στην Πόλη του Μπερντίτσεφ, έγινε αφορμή να γνωριστεί με τον Μαξίμ Γκόρκι και τον Μιχαήλ Μπουλγκάκοβ, οι οποίοι τον βοήθησαν να εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα: Γκλιούκαουβ. Η έκδοση του πρώτου τόμου του μυθιστορήματος Στεπάν Κολτσούγκιν [1937-40], στο οποίο περιέγραφε την πνευματική ολοκλήρωση ενός νεαρού Μπολσεβίκου εργάτη, του άνοιξε τις πόρτες της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων και τον δρόμο για μιαν επιτυχημένη συγγραφική πορεία. Το βιβλίο προτάθηκε για το Βραβείο Στάλιν, αλλά δεν έφτασε στην τελική λίστα, επειδή η στάση του συγγραφέα απέναντι στους Μενσεβίκους δεν ήταν αρκετά εχθρική. Στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του 1937, συνελήφθησαν πολλοί φίλοι και συγγενείς του, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του, την οποία κατάφερε να απελευθερώσει μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Στο μεταξύ είχε αφιερωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Η ρεαλιστική γραφή του -εξαιρουμένων των εκτενών χωρίων με φιλοσοφική διάθεση, τα οποία ωστόσο δεν παραβίαζαν ανοιχτά την καθεστωτική ιδεολογία- βρισκόταν εντός των ορίων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Εξάλλου, ο Γκρόσμαν δεν εγκατέλειψε ποτέ το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Τον Ιούνιο του 1941, με την κήρυξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού Ερυθρός Αστέρας. Έτσι, έγινε αυτόπτης μάρτυς τόσο της αιματηρής ήττας του ρωσικού στρατού όσο και της ηρωικής αντεπίθεσής του. Πολέμησε στο Στάλινγκραντ μέχρι και την τελευταία μέρα. Παρασημοφορήθηκε και προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη, για την αυτοθυσία που επέδειξε. Όταν ο Κόκκινος Στρατός άρχισε την προέλασή του προς το Βερολίνο, ο Γκρόσμαν ήταν ένας από τους πρώτους ανταποκριτές που μπήκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα. Το διήγημά του Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα υπήρξε η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τα ναζιστικά στρατόπεδα.
Μετά το τέλος του πολέμου, συνεργάστηκε με τον Ιλιά Έρενμπουργκ για τη σύνταξη της Μαύρης Βίβλου, μιας λεπτομερούς παρουσίασης της γενοκτονίας των Εβραίων στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Η αποκάλυψη του μεγέθους της θηριωδίας των Γερμανών, θύμα της οποίας έπεσε πολύ νωρίς η μητέρα του, «έκανε» τον Γκρόσμαν Εβραίο, ακριβώς όπως την ¶ννα Σεμιόνοβα, στο Ζωή και Πεπρωμένο. Γράφει στον γιο της Βίκτωρα Στρουμ: «Δες, εγώ δεν ένοιωσα ποτέ Εβραία. Από παιδί έκανα παρέα με Ρώσους. Οι αγαπημένοι μου ποιητές ήταν ο Πούσκιν και ο Νεκράσοβ. Το έργο που με έκανε πραγματικά να κλάψω -μαζί με όλους τους θεατές: αγροτικούς γιατρούς- ήταν ο Θείος Βάνιας του Τσέχοβ, από τον Στανισλάβσκη. Και στα δεκατέσσερά μου, Βιτιένκα, όταν η οικογένειά μας ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει στη Νότιο Αμερική, είπα στον πατέρα μου: «Καλύτερα να πέσω να πνιγώ παρά νΆ αφήσω τη Ρωσία». Και δεν πήγα. Ωστόσο, στη διάρκεια αυτών των φρικτών ημερών, η καρδιά μου γέμισε μητρική τρυφερότητα για τον εβραϊκό λαό. Ποτέ δεν είχα νοιώσει τόση αγάπη. Μου θυμίζει την αγάπη μου για σένα, ακριβέ μου γιε».
Έκτοτε, ο Γκρόσμαν δεν θα αναγνωρίζει καμιά πολιτική αρχή ανώτερη από την αλήθεια. Και αρχίζουν οι «προστριβές», με πρώτο περιστατικό τη σκληρή επίθεση που δέχθηκε από τις στήλες της κομματικής εφημερίδας Πράβδα το ανέβασμα του θεατρικού έργου του Αν Πιστεύετε τους Πυθαγορείους.
Στο μεταξύ, γράφει το πρώτο μέρος ενός μυθιστορήματος με θέμα τη ζωή των μελών μιας ρωσικής οικογένειας, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Με τον τίτλο Δίκαιη Επιδίωξη δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Νέος Κόσμος και κατηγορείται για σοβαρά ιδεολογικά σφάλματα, με αποτέλεσμα να μην κυκλοφορήσει σε βιβλίο παρά μόνο μετά από τον θάνατο του Στάλιν, παρΆ όλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιρετικά φιλικό προς το καθεστώς. Η επίθεση αυτή κινητοποιεί τον συγγραφέα, που αρχίζει αμέσως να γράφει το δεύτερο μέρος, με τον τίτλο Ζωή και Πεπρωμένο. Χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ολοκληρώσει την πρώτη μορφή του έργου που τώρα είχε πάρει στο μυαλό του διαστάσεις «τολστοϊκής» εποποιίας. Το 1960 επιχείρησε να δημοσιεύσει το Ζωή και Πεπρωμένο, αλλά η ύπαρξή του τέθηκε υπόψη του κομματικού μηχανισμού. Το χειρόγραφο όχι μόνο δεν μπόρεσε να εκδοθεί, αλλά κλάπηκε από την Κα-Γκε-Μπε! Στις 14 Φεβρουαρίου του 1961, δύο κρατικοί πράκτορες μπήκαν στο σπίτι του και πήραν τα πάντα: το χειρόγραφο, το δακτυλογραφημένο αντίγραφο, το καρμπόν και τη μελανοταινία της γραφομηχανής, για να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα αναπαραγωγής έστω και μιας πρότασης. Όλες οι προσπάθειές του να πάρει πίσω το χειρόγραφό του έπεσαν στο κενό. Ο Μιχαήλ Σουσλόφ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος, του είπε πως το βιβλίο του δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στη Σοβιετική ένωση πριν περάσουν διακόσια ή τριακόσια χρόνια. Στην απάντησή του, ο αρχικομισάριος σημείωνε: «Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα, αλλά διάβασα προσεκτικά τις αξιολογήσεις του χειρογράφου, που περιέχουν εκτενή αποσπάσματα. Γιατί θα πρέπει να προσθέσουμε το βιβλίο αυτό στις τόσες ατομικές βόμβες που μας σημαδεύουν; Γιατί θα πρέπει να εκδώσουμε ένα βιβλίο που θέτει σε δημόσιο διάλογο την αναγκαιότητα ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης;» Ο ηγέτης της «αποσταλινοποίησης», Χρουστσόφ, απλά δεν απάντησε στην επιστολή με την οποία ο Γκρόσμαν απαιτούσε να του παραδοθεί το χειρόγραφο. Έτσι, ο συγγραφέας πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του τσακισμένος ψυχικά από τη μεγάλη απώλεια. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1964, πέθανε, από καρκίνο του στομάχου.