Τον Απρίλιο του 1942, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι σχεδιάζουν την τεράστια επίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο, που θα κορυφωθεί με την μεγαλύτερη μάχη στην ανθρώπινη ιστορία, την Μάχη του Στάλινγκραντ. Εκατοντάδες μίλια μακριά, ο Ρώσος χωρικός Πιοτρ Βαβίλοβ παίρνει το χαρτί της επιστράτευσης και περνά την τελευταία νύχτα με την γυναίκα και τα παιδιά του στην καλύβα του.
Στο Στάλινγκραντ ο Γκρόσμαν δεν αποτίνει φόρο τιμής στους Στρατηγούς, αλλά τους απλούς υπολοχαγούς, στις ορντινάντσες, στους επιστρατευμένους, στον αγγελιαφόρο. Η γραφή του είναι ως συνήθως πολυεπίπεδη. Η διάχυτη λιτότητα και ο κυρίαρχος ρεαλισμός δεν στερούν από το έργο τον βαθύ εσωτερισμό του: οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού «έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου». Κι έχουν κατορθώσει κάτι περισσότερο από μια στρατιωτική νίκη· στο έργο του Γκρόσμαν αναγεννιούνται.
Ελάχιστοι συγγραφείς έχουν γράψει για κοσμοϊστορικά γεγονότα όσο αυτά είναι ακόμη νωπά· συνήθως απαιτείται να μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Τολστόη, για παράδειγμα, έγραψε τον Πόλεμο και Ειρήνη σχεδόν μισό αιώνα μετά την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία. Ο Γκρόσμαν αποτελεί εξαίρεση· άρχισε να δουλεύει το Στάλινγκραντ λίγους μόνο μήνες μετά τη λήξη της μάχης!
Το Στάλινγκραντ, το πρώτο μέρος του μυθιστορηματικού δίπτυχου, που ολοκληρώνεται με το Ζωή και Πεπρωμένο, είναι μια τεράστια τοιχογραφία όχι μόνο του πολέμου, αλλά της ζωής στο σύνολό της. Σκληρό και τρυφερό, λυρικό και επικό, εκφράζει την δύναμη του ανθρωπίνου πνεύματος.
Εισαγωγή:
Chandler, Robert
Επίμετρο:
Chandler, Robert
Μετάφραση:
Μπλάνας, Γιώργος
Είδος:
Βιβλίο
ISBN:
978-960-606-170-7
Αριθμός έκδοσης:
1η
Έτος έκδοσης:
2021
Πρώτη έκδοση:
Ιούνιος 2021
Εκδότης:
Εκδόσεις Γκοβόστη
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις:
17x24
Σελίδες:
984
Βάρος:
1450 γρ.
Εισαγωγή
Στάλινγκραντ
Χρονολόγιο του Πολέμου και Χάρτες
Επίλογος
Κατάλογος χαρακτήρων
Συμπληρωματική βιβλιογραφία
Ευχαριστίες
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ κατέφυγαν πολλές φορές στην ψυχολογική ανάλυση, για να εξηγήσουν τον ρόλο του Χίτλερ στην ιστορία. Σήμερα γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτό. Κι όμως, ούτε η εκδικητική οργή, ούτε η αγάπη για τα κέικ με σαντιγί, ούτε η καταχθόνια ικανότητα να εκμεταλλεύεται τα πιο ποταπά ένστικτα του πλήθους, ούτε η αγάπη για τα σκυλιά, ούτε ο συνδυασμός παράνοιας και έντονης ενεργητικότητας, ούτε η τάση προς τον μυστικισμό, ούτε η ευφυΐα συνδυασμένη με την έπαρση, ούτε οι ιδιοτροπίες του στην επιλογή ευνοούμενων, ούτε η βάναυση προδοσία και η επιβαλλόμενη αισθηματολογία που την συνόδευαν, ούτε κανένα άλλο χαρακτηριστικό −μερικά συνηθισμένα, άλλα υπέρμετρα αποκρουστικά− δεν θα είναι ποτέ αρκετά για να εξηγήσουν αυτό που κατόρθωσε.
Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία επειδή, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η χώρα έγερνε προς τον φασισμό, η Γερμανία χρειαζόταν έναν τέτοιον άνθρωπο.
Μετά την ήττα της, το 1918, η Γερμανία έψαχνε τον Χίτλερ και τον βρήκε.
Παρ’ όλα αυτά, η γνώση του χαρακτήρα του θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη διαδικασία με την οποία έγινε επικεφαλής του ναζιστικού καθεστώτος.
Στην ζωή του, στον χαρακτήρα του και σ’ όλα όσα έκανε, υπήρχε μια σημαντική σταθερά: η αποτυχία. Παραδόξως, ήταν οι επανειλημμένες αποτυχίες του που αποτέλεσαν τα θεμέλια για τις επιτυχίες του. Μέτριος μαθητής, που απέτυχε δύο φορές στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης· αποτυχημένος στις σχέσεις του με τις γυναίκες· αποτυχημένος πολιτικός, που άρχισε την καριέρα του σαν πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών του γερμανικού Στρατού, δίνοντας πληροφορίες για τις δραστηριότητες του κόμματος, του οποίου αργότερα έγινε αρχηγός.
Βαθιά στην καρδιά του, ένιωθε πάντα την αβεβαιότητα του νεαρού που τα πήγαινε άσχημα στο σχολείο και που, σ’ έναν κόσμο ελεύθερου ανταγωνισμού, του αρνούνταν την είσοδο ακόμα και στους πιο μικρούς επαρχιακούς καλλιτεχνικούς κύκλους.
Η αποτυχία σπρώχνει τους ανθρώπους σε πολλά διαφορετικά μονοπάτια. Οδηγεί μερικούς στην κατάσταση σκυθρωπής παραίτησης και άλλους στον θρησκευτικό μυστικισμό. Μερικοί πέφτουν σε απελπισία· άλλοι γίνονται πικρόχολοι και ζηλόφθονοι· άλλοι γίνονται υποκριτές, υιοθετώντας έναν ψεύτικο αέρα ταπεινοφροσύνης· κι ακόμα, άλλοι γίνονται καχύποπτοι και άτολμοι. Κάποιοι αρχίζουν να επινοούν μανιωδώς τα πιο ανόητα σχέδια. Κάποιοι βρίσκουν ασφάλεια στην στείρα περιφρόνηση, κάποιοι στην άγρια φιλοδοξία· άλλοι στρέφονται στη ληστεία και στο έγκλημα.
Τόσο πριν όσο και αφού ήρθε στην εξουσία, ο Χίτλερ ήταν ουσιαστικά το ίδιο πρόσωπο: μικροαστός, ακαλλιέργητος και αποτυχημένος· η τεράστια εξουσία που πήρε στα χέρια του, του επέτρεψε να δείξει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο όλες τις τάσεις μιας χολωμένης, καχύποπτης, εκδικητικής και προδοτικής ψυχής. Οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του προκάλεσαν τον θάνατο εκατομμυρίων.
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία δεν μείωσε με κανέναν τρόπο την αίσθηση κατωτερότητάς του, που ήταν πολύ βαθιά ριζωμένη. Η φαινομενική του έπαρση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μάσκα.
Η Χίτλερ ενσάρκωσε και εξέφρασε τις ιδιομορφίες ενός γερμανικού κράτους τσακισμένου από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επί πέντε ή έξι δεκαετίες, το γερμανικό κράτος δεν γνώριζε παρά αποτυχίες. Η προσπάθειά του για παγκόσμια κυριαρχία δεν είχε οδηγήσει πουθενά. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός είχε αποτύχει να κερδίσει τις αγορές με ειρηνικά μέσα.
Το 1914, επιχειρώντας να κερδίσει τις αγορές με άλλα μέσα, η Γερμανία άρχισε έναν πόλεμο – αλλά κι αυτός αποδείχτηκε αποτυχία. Η γερμανική στρατηγική των γρήγορων χτυπημάτων και των κινήσεων δαγκάνας αποδείχτηκε άστοχη και ο γερμανικός Στρατός ηττήθηκε.
Στο μεταξύ, ο ¶ντολφ Σικλγκρούμπερ απαρατήρητος ακόμα απ’ οποιονδήποτε, ξεκινούσε τον δικό του δρόμο αποτυχίας, παράλληλο με της Γερμανίας. Το μίσος για την ελευθερία, την κοινωνική και φυλετική ισότητα, γίνονταν όλο και πιο σημαντικό γι’ αυτόν.
Η επίκληση της ιδέας του Übermensch [Υπερανθρώπου] και της κυρίαρχης φυλής του Νίτσε συνέπεσε με τη στροφή της Γερμανίας −μετά τις επανειλημμένες αποτυχίες της− στην ιδέα κάποιας ανεξέλεγκτης και εγκληματικής υπερκυριαρχίας. Οι ιδέες που υιοθέτησε ο Χίτλερ, καθώς βάδιζε στο στενό μονοπάτι του, ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η ηττημένη χώρα. Μπορούμε πια να δούμε πιο καθαρά από ποτέ ότι ο υπεράνθρωπος γεννιέται από την απελπισία του αδύναμου, όχι από τον θρίαμβο του ισχυρού. Οι ιδέες της ατομικής ελευθερίας, του διεθνισμού, της κοινωνικής ισότητας όλων των εργαζομένων είναι οι ιδέες ανθρώπων που πιστεύουν στη δύναμη του μυαλού τους και στη δημιουργική δύναμη της δουλειάς τους. Η μόνη μορφή βίας που επιτρέπεται από αυτές τις ιδέες είναι η βία που άσκησε ο Προμηθέας στις αλυσίδες του.
Στο Mein Kampf [Ο Αγών μου], ο Χίτλερ διακήρυξε πως η ισότητα ωφελεί μόνο τον αδύναμο, πως η πρόοδος στον κόσμο της φύσης επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω της καταστροφικής δύναμης της φυσικής επιλογής και πως η μόνη δυνατή βάση για την ανθρώπινη πρόοδο είναι η φυλετική επιλογή, η δικτατορία της φυλής. Μπέρδεψε τις ιδέες της βίας και της δύναμης. Είδε τη μοχθηρή απελπισία της ανικανότητας σαν δύναμη και απέτυχε να αναγνωρίσει τη δύναμη του ελεύθερου ανθρώπινου μόχθου. Θεώρησε τον άνθρωπο, που σπέρνει ένα απέραντο σταροχώραφο, κατώτερο από τον νταή που τον χτυπάει πισώπλατα μ’ έναν λοστό.
Αυτή είναι η φιλοσοφία του αποτυχημένου, που έχει βυθιστεί σε απόγνωση, που είναι ανίκανος να πετύχει οτιδήποτε με τη δουλειά, αλλά είναι προικισμένος με πείσμα, άγρια ενεργητικότητα και φλογερή φιλοδοξία.
Αυτή η φιλοσοφία της εσωτερικής αδυναμίας, στην οποία ενέδωσαν τόσα πολλά αντιδραστικά γερμανικά μυαλά, ήταν σε συμφωνία με τη φιλοσοφία της βιομηχανικής και εθνικής αδυναμίας, που είχε κυριεύσει την χώρα σαν σύνολο. Αυτή η φιλοσοφία αποδείχτηκε εξίσου ελκυστική σε κατακάθια και αποτυχημένους, ανίκανους να κατορθώσουν οτιδήποτε με τον προσωπικό τους μόχθο και σ’ ένα κράτος που είχε ξεκινήσει έναν πόλεμο με στόχο την κυριαρχία του κόσμου και τον είχε τελειώσει με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Έτσι, από τις αποτυχίες του Σικλγκρούμπερ γεννήθηκαν οι επιτυχίες του Χίτλερ· η εσωτερική ανικανότητα του Χίτλερ οδήγησε κατευθείαν στα χρόνια της σύντομης, τρομερής, παράλογης εξουσίας του επί των εθνών της Ευρώπης. Η ιδέα του για τη μεταπολεμική Γερμανία ήταν απλοϊκή και παρ’ όλα αυτά διεισδυτική· διψασμένος για εξουσία, ήταν ικανός ν’ αντλήσει παράτολμη ενεργητικότητα και άγριο δημαγωγικό μένος. Κατάφερε να ενώσει τον ατομικό αμοραλισμό των πολλών χαμένων της μεταπολεμικής Γερμανίας −καταστηματαρχών, αξιωματικών, σερβιτόρων, ακόμα και μερικών απελπισμένων βιομηχανικών εργατών− με τον κρατικό αμοραλισμό μιας ηττημένης ιμπεριαλιστικής δύναμης, έτοιμης να πάρει έναν δρόμο απροκάλυπτης εγκληματικότητας. Με περισσότερη συνέπεια από κάθε ηγέτη στην ιστορία, απευθύνθηκε στα πιο ποταπά ανθρώπινα ένστικτα, στα οποία ήταν υπόδουλος ο ίδιος· ήταν γεννημένος από αυτά τα ένστικτα και μέρα τη μέρα βοηθούσε να κυριεύσουν και άλλους. Αλλά γνώριζε επίσης τη δύναμη της αρετής και της ηθικής – και την έβλεπε ακόμα πιο καθαρά, επειδή ήταν ξένος προς αυτήν. Γνώριζε πώς να απευθυνθεί στις μητέρες και στους πατέρες, στα αισθήματα των αγροτών και των εργατών. Κατέστειλε την αντίσταση των επαναστατικών δυνάμεων της γερμανικής εργατικής τάξης και εξουδετέρωσε γρήγορα τη γερμανική διανόηση. Φίμωσε κάθε εναντίωση, μεταμορφώνοντας την Γερμανία σε πνευματική έρημο.
Εξαπάτησε πολλούς, που θα μπορούσαν να σταθούν απέναντί του· παρερμήνευσαν τα ψέματά του, τα θεώρησαν αλήθειες. Παρερμήνευσαν την υστερία του, την θεώρησαν ειλικρίνεια. Είδαν τη θρησκεία του μίσους που κήρυττε σαν αγάπη για τη Γερμανία, την ισχυρή ζωώδη λογική του σαν δείγμα ευφυΐας και την εγκληματική δικτατορία του σαν υπόσχεση ελευθερίας.
Ακόμα και αφού απέκτησε απεριόριστη εξουσία, ο Χίτλερ διαισθανόταν ότι παρέμενε ακόμα πιο αδύναμος απ’ αυτούς που μισούσε. Ήξερε πως, όσους ανθρώπους κι αν είχε καταφέρει να εξαπατήσει, οι εποικοδομητικές, δημιουργικές δυνάμεις του γερμανικού μόχθου και ο γερμανικός λαός δεν στέκονταν πίσω του. Έβλεπε πως ούτε η πείνα, ούτε η σκλαβιά, ούτε τα στρατόπεδα, ούτε οποιαδήποτε άλλη κατάχρηση εξουσίας δεν μπορούσε να του χαρίσει μια αίσθηση υπεροχής απέναντι σ’ αυτούς που είχε νικήσει με τη βία. Τότε, κυριευμένος από το δυνατότερο μίσος στη γη –το μίσος που νιώθει ο κατακτητής απέναντι στην ακατάλυτη δύναμη αυτών που έχει κατακτήσει– άρχισε να δολοφονεί εκατομμύρια ανθρώπους.
Η αδυναμία του εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους. Έλεγε ψέματα στον γερμανικό λαό, ισχυριζόμενος ότι σκοπός του ήταν να πολεμήσει τις άδικες διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ενώ στην πραγματικότητα ετοίμαζε έναν άδικο πόλεμο. Εξαπάτησε 2.000.000 ανέργους, δίνοντάς τους δουλειά στην κατασκευή δρόμων στρατιωτικής σημασίας, πείθοντάς τους παράλληλα ότι αυτό σηματοδοτούσε την έναρξη μιας περιόδου ειρηνικής ευημερίας. Η μεταπολεμική Γερμανία ήταν σαν τον τρελαμένο μηχανισμό ενός μεγάλου ρολογιού, με εκατοντάδες γρανάζια και μοχλούς να γυρίζουν, βουίζοντας και χτυπώντας στην τύχη και χωρίς σκοπό. Ο ρόλος του Χίτλερ ήταν να γίνει το μοχθηρό γρανάζι που ένωσε όλα τα ετερόκλητα μέρη αυτού του μηχανισμού: την απελπισία των πεινασμένων, την κακία του όχλου, τη δίψα για στρατιωτική εκδίκηση, μια ματωμένη, φουντωμένη αίσθηση Γερμανικής ανεξαρτησίας και την γενική οργή για την αδικία της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Κατ’ αρχάς, ο Χίτλερ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια σκλήθρα ξύλου, που έπλεε με το ρεύμα και μετά αρπάχτηκε, λες από ένα κύμα, από το μεταπολεμικό όνειρο της στρατιωτικής εκδίκησης. Τότε, το 1923, στάθηκε τυχερός· ο Εμίλ Κιρντόρφ, ο δαιμόνιος γέρος βασιλιάς του κάρβουνου της Ρουρ, έγινε οικονομικός υποστηρικτής του, σε μιαν εποχή που ο Χίτλερ και ολόκληρο το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του μπορούσαν να χωρέσουν στην αίθουσα μιας μπιραρίας ή στα κελιά μιας φυλακής του Μονάχου.
Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι πίστεψαν ότι δουλεύοντας για τον Χίτλερ, δούλευαν για τη Γερμανία, με τραγικές συνέπειες. Μέσω της βίας, της προδοσίας και της εξαπάτησης, μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τη γερμανική επιστήμη, τη γερμανική τεχνολογία και τον ενθουσιασμό της γερμανικής νεολαίας. Έθεσε σε λειτουργία τον τεράστιο εθνικό μηχανισμό – διακηρύσσοντας ότι οι Γερμανοί καπιταλιστές χωρίς αγορές και οι Γερμανοί εργάτες χωρίς δουλειά ήταν, στην πραγματικότητα, μια ανώτερη φυλή, προορισμένη για δύναμη και δόξα. Κατάφερε να δώσει απόλυτη έκφραση στο παράδειγμα ενός φασιστικού κράτους.
Κι έτσι, οι αποτυχίες του Χίτλερ έγιναν προϋπόθεση της επιτυχίας του. Σαν επικεφαλής του φασιστικού κράτους, βρέθηκε ξαφνικά στην παγκόσμια σκηνή. Αρχικά, ήταν το όργανο ατόμων, έπειτα ασήμαντων και απομονωμένων ομάδων και στη συνέχεια βαρόνων της βιομηχανίας και του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου. Τέλος, έγινε το όργανο των κύριων αντιδραστικών δυνάμεων της παγκόσμιας πολιτικής.
Ωστόσο, τις μέρες του καλοκαιριού του 1942, θεωρούσε τον εαυτό του −με κρυφή, ελαφρά κλεφτή χαρά− ως ενσάρκωση της ελεύθερης, πανίσχυρης βούλησης. Μερικές φορές φανταζόταν πως είναι αθάνατος. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην μπορεί να κάνει. Απέρριπτε την ιδέα οποιουδήποτε είδους αμοιβαιότητας ανάμεσα στον εαυτό του και τον κόσμο. Ήταν τυφλός στις τεράστιες δυνάμεις που καθορίζουν τον ρου των γεγονότων. Δεν έβλεπε ότι την ώρα της μεγαλύτερης επιτυχίας και φαινομενικά απόλυτης ελευθερίας δράσης, όταν η βούλησή του και μόνο φαινόταν ν’ αποφασίζει αν ο πολιορκητικός κριός του θα χτυπούσε τη Δύση ή την Ανατολή − δεν έβλεπε ότι, εκείνη την ώρα, είχε γίνει σκλάβος. Τον Αύγουστο του 1942, φαινόταν ότι η θέλησή του πραγματοποιούνταν, ότι κατάφερνε πραγματικά στη σοβιετική Ρωσία το θανάσιμο χτύπημα, για το οποίο είχε μιλήσει στον Μουσολίνι στην συνάντησή τους, στις 29 Απριλίου, στο Σάλτσμπουργκ. Δεν καταλάβαινε −ούτε και κατάλαβε ποτέ− ότι η βούλησή του δεν ήταν πια ελεύθερη· ήταν η απόλυτη απουσία ελεύθερης βούλησης που τον είχε οδηγήσει σε μιαν εκστρατεία, όπου κάθε επιπλέον χιλιόμετρο κατακτημένης επικράτειας έφερνε τη φασιστική αυτοκρατορία πιο κοντά στο τέλος της.
Οι φυσικοί συνήθως αισθάνονται ελεύθεροι να αγνοήσουν την απειροελάχιστα μικρή βαρυτική έλξη που ασκεί μια πέτρα στη γη. Δεν αρνούνται τη θεωρητική πραγματικότητα αυτής της έλξης, αλλά αυτό που χρειάζεται να λάβουν πρακτικά υπόψη είναι η βαρυτική έλξη που ασκεί η γη σε μια πέτρα. Ο Χίτλερ, στο αποκορύφωμα της επιτυχίας του, θέλησε να κάνει το αντίθετο· θέλησε να αγνοήσει την βαρυτική έλξη που ασκεί η γη σε μια πέτρα ή σ’ έναν κόκκο άμμου. Ένας απλός κόκκος άμμου −αυτό ήταν− ήθελε να αναδιαρθρώσει τον κόσμο σύμφωνα με τους νόμους της δικής του θέλησης και του δικού του ενστίκτου.
Το μόνο μέσο που είχε στη διάθεσή του ήταν η βία. Βία πάνω στα κράτη και τα έθνη· στην εκπαίδευση, στην σκέψη και στη δουλειά, στην τέχνη, στην επιστήμη και σε κάθε συναίσθημα. Η βία −βία ενός ανθρώπου πάνω στον άλλο, ενός έθνους πάνω στο άλλο, μιας φυλής πάνω στην άλλη− ανακηρύχθηκε σε θεότητα.
Σ’ αυτήν τη θεοποίηση της βίας ο Χίτλερ αναζητούσε την υπέρτατη εξουσία· αντί γι’ αυτό, έριξε την Γερμανία σε μιαν άβυσσο αδυναμίας.
Ποτέ δεν είχε δει ο κόσμος τέτοια αποθέωση της φυλετικής καθαρότητας. Η υπεράσπιση της καθαρότητας του γερμανικού αίματος ανακηρύχθηκε ιερή αποστολή. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στη γερμανική ιστορία δεν υπήρξε περισσότερη ανάμειξη αίματος απ’ όση στα χρόνια του Τρίτου Ράιχ, με τους τεράστιους αριθμούς των ξένων σκλάβων που κατέκλυσαν τα γερμανικά εργοστάσια και χωριά.
Ο Χίτλερ πίστευε πως το κράτος, που είχε δημιουργήσει με πρωτοφανή βία, θα διαρκούσε χίλια χρόνια.
Ωστόσο οι μυλόπετρες της ιστορίας δούλευαν ήδη. Όλη η «περιουσία» του Χίτλερ θα γινόταν σκόνη: οι ιδέες του, οι Στρατιές του, το Ράιχ του, το κόμμα του, η επιστήμη του και οι αξιοθρήνητες τέχνες του, οι Στρατάρχες και οι Γκαουλάιτερ του – και στο τέλος κι αυτός ο ίδιος και το μέλλον της Γερμανίας. Καμιά από τις αποτυχίες του Χίτλερ δεν αποδείχτηκε πιο καταστροφική από την επιτυχία του. Καμιά δεν προκάλεσε περισσότερο πόνο στην ανθρωπότητα.
Όλα όσα διακήρυξε ανατράπηκαν από τον ρου της ιστορίας. Καμιά από τις υποσχέσεις του δεν πραγματοποιήθηκε. Όλα όσα πολέμησε έγιναν δυνατότερα και ρίζωσαν πιο βαθιά.
*
Υπάρχουν πολλοί δρόμοι από τους οποίους μπορεί ένα άτομο να πάρει τη θέση του στη σκηνή της ιστορίας και να παραμείνει στην μνήμη της ανθρωπότητας. Δεν μπαίνουν όλοι από την κεντρική είσοδο, ακολουθώντας τον δρόμο της διάνοιας, της δουλειάς και της λογικής. Μερικοί γλιστρούν αθόρυβα από μια μισάνοιχτη πλαϊνή είσοδο· άλλοι μπουκάρουν νύχτα· άλλοι ρίχνονται απλά στην παγκόσμια σκηνή από ένα κύμα γεγονότων.
Το μέτρο του αληθινού μεγαλείου μιας ιστορικής προσωπικότητας είναι η ικανότητά της να μαντεύει και να δίνει έκφραση σε κάποια κεντρική −αν και ακόμα μόλις ορατή− πορεία ανθρώπινης ανάπτυξης, μια πορεία που θα καθορίσει την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας για τις επερχόμενες γενιές. Αυτός που διαθέτει τη συγκεκριμένη ικανότητα είναι σαν τον έμπειρο κολυμβητή· στην αρχή, φαίνεται να κολυμπάει αντίθετα στο ρεύμα, αλλά καθώς συνεχίζει, γίνεται φανερό πως οι αντίθετες δυνάμεις ήταν απλά επιφανειακά κύματα. Με επιμονή, τα κατανικά και τότε η δική του δύναμη και το βαθύτερο, πιο ισχυρό, ρεύμα ενώνονται και μπορεί να κινηθεί ελεύθερα και δυνατά.
Πολλά χρόνια −και πολλά μίλια− αργότερα, αυτό το ρεύμα, με τη σειρά του, φαίνεται ξαφνικά δευτερεύον. Ένας άλλος κολυμβητής, μια άλλη σπουδαία προσωπικότητα εμφανίζεται, ικανή να διαισθανθεί στα κρυμμένα βάθη τις πρώτες αναδεύσεις κάποιας ισχυρής νέας κίνησης. Ένας κολυμβητής τέτοιου είδους, ικανός να διακρίνει ανάμεσα στο ψεύτικο και το αληθινό, ανάμεσα στα επιφανειακά κύματα και το κυρίαρχο ρεύμα της ιστορίας, δεν είναι μια σκλήθρα ξύλου όλο κι όλο. Ασφαλώς κινείται από τα ρεύματα, αλλά αποφασίζει μόνος του ποια θα πολεμήσει και ποια θ’ ακολουθήσει. Και με την πάροδο του χρόνου, γίνεται φανερό σχεδόν σε όλους πως ακολούθησε το πιο αυθεντικό και πιο σημαντικό ρεύμα. Ο δρόμος που ακολουθούν οι τυφλοί τρελοί της ιστορίας είναι πολύ διαφορετικός.
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον μεγάλο άνδρα, αν δεν έφερε στις ζωές των ανθρώπων ούτε ένα ψήγμα καλού, ούτε ένα ψήγμα ελευθερίας και νοημοσύνης;
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον μεγάλο άνδρα, αν άφησε πίσω του μόνο στάχτες, ερείπια και ξεραμένο αίμα, μόνο φτώχεια και την μπόχα του ρατσισμού, μόνο τους τάφους αμέτρητων παιδιών και γέρων που σκότωσε;
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον μεγάλο άνδρα επειδή η ασυνήθιστη ευφυΐα του, ικανή να εντοπίσει και να υιοθετήσει κάθε σκοτεινή και αντιδραστική δύναμη, αποδείχτηκε το ίδιο μολυσματική και καταστροφική με τα βακτήρια της βουβωνικής πανώλης;
Ο εικοστός αιώνας είναι κρίσιμη και επικίνδυνη περίοδος για την ανθρωπότητα. Είναι καιρός οι έξυπνοι άνθρωποι ν’ αποκηρύξουν, μια για πάντα, την απερίσκεπτη και συναισθηματική συνήθεια να θαυμάζουν έναν εγκληματία, επειδή το εύρος των εγκλημάτων του είναι τεράστιο· να θαυμάζουν έναν εμπρηστή επειδή βάζει φωτιά όχι σε μια χωριάτικη καλύβα, αλλά σε πρωτεύουσες· να ανέχονται έναν δημαγωγό επειδή εξαπατά όχι μόνο ένα αμόρφωτο χωριατόπουλο, αλλά ολόκληρα έθνη· να συγχωρούν έναν δολοφόνο επειδή σκότωσε όχι έναν άνθρωπο, αλλά εκατομμύρια.
Τέτοιοι εγκληματίες πρέπει να εξοντώνονται σαν λυσσασμένοι λύκοι. Πρέπει να τους θυμόμαστε μόνο με αηδία και φλογερό μίσος. Πρέπει να εκθέτουμε το σκότος τους στο φως της μέρας.
Και αν οι δυνάμεις του σκότους γεννήσουν νέους Χίτλερ, που εκμεταλλεύονται τα πιο ποταπά και πιο οπισθοδρομικά ένστικτα των ανθρώπων, προκειμένου να προωθήσουν νέα εγκληματικά σχέδια κατά της ανθρωπότητας, ας μην δει κανείς σ’ αυτούς κανένα χαρακτηριστικό μεγαλείου ή ηρωισμού.
Το έγκλημα είναι έγκλημα και οι εγκληματίες δεν παύουν να είναι εγκληματίες επειδή τα εγκλήματά τους καταγράφονται στην ιστορία και τα ονόματά τους παραμένουν στην μνήμη. Ο εγκληματίας παραμένει εγκληματίας· ο δολοφόνος παραμένει δολοφόνος.
Οι μόνοι οι αληθινοί ήρωες της ιστορίας, οι μόνοι αληθινοί ηγέτες της ανθρωπότητας είναι αυτοί που βοηθούν να εδραιωθεί η ελευθερία, που βλέπουν την ελευθερία σαν τη μεγαλύτερη δύναμη του ατόμου, του έθνους ή του κράτους, που παλεύουν για την ισότητα, από όλες τις απόψεις, του κάθε ατόμου, του κάθε λαού, του κάθε έθνους.
«Από το Βερολίνο στην Μόσχα κι από εκεί στην απέραντη στέπα του Καζακστάν, πολλές ζωές και πεπρωμένα κινούνται εκθαμβωτικά στον καμβά ενός ιστορικού πανοράματος».
Evening Standard
«Αν έχετε διαβάσει το Ζωή και Πεπρωμένο του Γκρόσμαν, πιθανότατα θα θέλετε να διαβάσετε επειγόντως και το Στάλινγκραντ. Αν δεν το έχετε κάνει, είναι βέβαιο πως όταν διαβάσετε αυτό το μυθιστόρημα, όχι μόνο θ’ ανακαλύψετε πως αγαπάτε τους ήρωές του και θέλετε να μείνετε μαζί τους -πως τους χρειάζεστε στην ζωή σας όσο χρειάζεστε την δική σας οικογένεια και τα αγαπημένα σας πρόσωπα- αλλά στο τέλος, θα θέλετε να το ξαναδιαβάσετε».
The Daily Telegraph
«Το Στάλινγκραντ δίνει φωνή σε μια συγκλονιστική δίνη εμπειριών... Νιώθεις να βρίσκεσαι εκεί, να περιπλανιέσαι στους κατεστραμμένους δρόμους, ανάμεσα σε ανθρώπους που λιμοκτονούν κι ανθρώπους που έχουν χάσει τα λογικά τους».
Daily Mail
«Ένα αριστούργημα, που επιβεβαιώνει πως ο Βασίλι Γκρόσμαν είναι ο μεγάλος βάρδος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Λίγα έργα λογοτεχνίας τόλμησαν ν’ αντικρίσουν κατάματα το αποτρόπαιο πρόσωπο του πολέμου, όπως το Στάλινγκραντ».
The Economist
Ο Βασίλι Σεμιόνοβιτς Γκρόσμαν γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1905 στην πόλη Μπερντίτσεβ της Ουκρανίας, που εκείνη την εποχή ήταν έδρα της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας στην Ανατολική Ευρώπη. Ο πατέρας του, ένας Μενσεβίκος σπουδασμένος στο εξωτερικό, ήταν χημικός μηχανικός και η μητέρα του, καθηγήτρια γαλλικών. Οι γονείς του χώρισαν νωρίς και ο Βασίλι μεγάλωσε με τη μητέρα του. Το 1922 αποφοίτησε από Γυμνάσιο του Κιέβου και εγγράφηκε στο Τμήμα Χημείας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, απΆ όπου αποφοίτησε το 1929. Στη συνέχεια εργάστηκε ως μηχανολόγος, υπεύθυνος για τα μέτρα εργατικής ασφάλειας, σε ανθρακωρυχείο του Ντόνετσκ, στο Περιφερικό Ινστιτούτο Παθολογίας της Ουκρανίας και στο Τμήμα Χημείας της Ιατρικής Σχολής «Στάλιν». Παράλληλα άρχισε να γράφει τα πρώτα του διηγήματα, με θέματα παρμένα από τον εμφύλιο πόλεμο και τη ζωή των ανθρακωρύχων. Το 1933 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Εκεί, η δημοσίευση του διηγήματός του Στην Πόλη του Μπερντίτσεφ, έγινε αφορμή να γνωριστεί με τον Μαξίμ Γκόρκι και τον Μιχαήλ Μπουλγκάκοβ, οι οποίοι τον βοήθησαν να εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα: Γκλιούκαουβ. Η έκδοση του πρώτου τόμου του μυθιστορήματος Στεπάν Κολτσούγκιν [1937-40], στο οποίο περιέγραφε την πνευματική ολοκλήρωση ενός νεαρού Μπολσεβίκου εργάτη, του άνοιξε τις πόρτες της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων και τον δρόμο για μιαν επιτυχημένη συγγραφική πορεία. Το βιβλίο προτάθηκε για το Βραβείο Στάλιν, αλλά δεν έφτασε στην τελική λίστα, επειδή η στάση του συγγραφέα απέναντι στους Μενσεβίκους δεν ήταν αρκετά εχθρική. Στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του 1937, συνελήφθησαν πολλοί φίλοι και συγγενείς του, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του, την οποία κατάφερε να απελευθερώσει μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Στο μεταξύ είχε αφιερωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Η ρεαλιστική γραφή του -εξαιρουμένων των εκτενών χωρίων με φιλοσοφική διάθεση, τα οποία ωστόσο δεν παραβίαζαν ανοιχτά την καθεστωτική ιδεολογία- βρισκόταν εντός των ορίων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Εξάλλου, ο Γκρόσμαν δεν εγκατέλειψε ποτέ το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τον Ιούνιο του 1941, με την κήρυξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού Ερυθρός Αστέρας. Έτσι, έγινε αυτόπτης μάρτυς τόσο της αιματηρής ήττας του ρωσικού στρατού όσο και της ηρωικής αντεπίθεσής του. Πολέμησε στο Στάλινγκραντ μέχρι και την τελευταία μέρα. Παρασημοφορήθηκε και προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη, για την αυτοθυσία που επέδειξε. Όταν ο Κόκκινος Στρατός άρχισε την προέλασή του προς το Βερολίνο, ο Γκρόσμαν ήταν ένας από τους πρώτους ανταποκριτές που μπήκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα. Το διήγημά του Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα υπήρξε η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τα ναζιστικά στρατόπεδα. Μετά το τέλος του πολέμου, συνεργάστηκε με τον Ιλιά Έρενμπουργκ για τη σύνταξη της Μαύρης Βίβλου, μιας λεπτομερούς παρουσίασης της γενοκτονίας των Εβραίων στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Η αποκάλυψη του μεγέθους της θηριωδίας των Γερμανών, θύμα της οποίας έπεσε πολύ νωρίς η μητέρα του, «έκανε» τον Γκρόσμαν Εβραίο, ακριβώς όπως την ¶ννα Σεμιόνοβα, στο Ζωή και Πεπρωμένο. Γράφει στον γιο της Βίκτωρα Στρουμ: «Δες, εγώ δεν ένοιωσα ποτέ Εβραία. Από παιδί έκανα παρέα με Ρώσους. Οι αγαπημένοι μου ποιητές ήταν ο Πούσκιν και ο Νεκράσοβ. Το έργο που με έκανε πραγματικά να κλάψω -μαζί με όλους τους θεατές: αγροτικούς γιατρούς- ήταν ο Θείος Βάνιας του Τσέχοβ, από τον Στανισλάβσκη. Και στα δεκατέσσερά μου, Βιτιένκα, όταν η οικογένειά μας ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει στη Νότιο Αμερική, είπα στον πατέρα μου: «Καλύτερα να πέσω να πνιγώ παρά νΆ αφήσω τη Ρωσία». Και δεν πήγα. Ωστόσο, στη διάρκεια αυτών των φρικτών ημερών, η καρδιά μου γέμισε μητρική τρυφερότητα για τον εβραϊκό λαό. Ποτέ δεν είχα νοιώσει τόση αγάπη. Μου θυμίζει την αγάπη μου για σένα, ακριβέ μου γιε». Έκτοτε, ο Γκρόσμαν δεν θα αναγνωρίζει καμιά πολιτική αρχή ανώτερη από την αλήθεια. Και αρχίζουν οι «προστριβές», με πρώτο περιστατικό τη σκληρή επίθεση που δέχθηκε από τις στήλες της κομματικής εφημερίδας Πράβδα το ανέβασμα του θεατρικού έργου του Αν Πιστεύετε τους Πυθαγορείους. Στο μεταξύ, γράφει το πρώτο μέρος ενός μυθιστορήματος με θέμα τη ζωή των μελών μιας ρωσικής οικογένειας, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Με τον τίτλο Δίκαιη Επιδίωξη δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Νέος Κόσμος και κατηγορείται για σοβαρά ιδεολογικά σφάλματα, με αποτέλεσμα να μην κυκλοφορήσει σε βιβλίο παρά μόνο μετά από τον θάνατο του Στάλιν, παρΆ όλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιρετικά φιλικό προς το καθεστώς. Η επίθεση αυτή κινητοποιεί τον συγγραφέα, που αρχίζει αμέσως να γράφει το δεύτερο μέρος, με τον τίτλο Ζωή και Πεπρωμένο. Χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ολοκληρώσει την πρώτη μορφή του έργου που τώρα είχε πάρει στο μυαλό του διαστάσεις «τολστοϊκής» εποποιίας. Το 1960 επιχείρησε να δημοσιεύσει το Ζωή και Πεπρωμένο, αλλά η ύπαρξή του τέθηκε υπόψη του κομματικού μηχανισμού. Το χειρόγραφο όχι μόνο δεν μπόρεσε να εκδοθεί, αλλά κλάπηκε από την Κα-Γκε-Μπε! Στις 14 Φεβρουαρίου του 1961, δύο κρατικοί πράκτορες μπήκαν στο σπίτι του και πήραν τα πάντα: το χειρόγραφο, το δακτυλογραφημένο αντίγραφο, το καρμπόν και τη μελανοταινία της γραφομηχανής, για να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα αναπαραγωγής έστω και μιας πρότασης. Όλες οι προσπάθειές του να πάρει πίσω το χειρόγραφό του έπεσαν στο κενό. Ο Μιχαήλ Σουσλόφ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος, του είπε πως το βιβλίο του δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στη Σοβιετική ένωση πριν περάσουν διακόσια ή τριακόσια χρόνια. Στην απάντησή του, ο αρχικομισάριος σημείωνε: «Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα, αλλά διάβασα προσεκτικά τις αξιολογήσεις του χειρογράφου, που περιέχουν εκτενή αποσπάσματα. Γιατί θα πρέπει να προσθέσουμε το βιβλίο αυτό στις τόσες ατομικές βόμβες που μας σημαδεύουν; Γιατί θα πρέπει να εκδώσουμε ένα βιβλίο που θέτει σε δημόσιο διάλογο την αναγκαιότητα ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης;» Ο ηγέτης της «αποσταλινοποίησης», Χρουστσόφ, απλά δεν απάντησε στην επιστολή με την οποία ο Γκρόσμαν απαιτούσε να του παραδοθεί το χειρόγραφο. Έτσι, ο συγγραφέας πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του τσακισμένος ψυχικά από τη μεγάλη απώλεια. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1964, πέθανε, από καρκίνο του στομάχου.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Ο Σαλβατόρε Ρονκόνε, παλιός παρτιζάνος, άρρωστος με καρκίνο, πηγαίνει από το χωριό του στο Μιλάνο, όπου ζει ο γιος του με τη γυναίκα του και το δεκατριών...