Ο Κούκος και τ’ Αηδόνι είναι το προαιώνιο παιχνίδι της αμαρτίας. Μια τέλεια στημένη δίκη, με μάρτυρες, ενόρκους, κατηγορούμενους και δημόσιους κατηγόρους. Μια δίκη που κοντολογίς έχει τα πάντα· δεν έχει όμως δικαστές. Ένας αιώνας μετά, και δεν έχει δικαστεί κανείς, εκτός από τη λοιδορία των έξι, ένα ανέκδοτο για «αφελή παιδιά» που δεν είναι καν κοινοποιήσιμο.
Οι νεκροί όμως δεν ξεχνούν. Οι νεκροί είναι η Μνήμη. Πέντε απόκοσμες ερίνυες γυναικείες Μορφές, έρχονται από τον κόσμο των Νεκρών, για να θυμίσουν σε εμάς τους απόγονους, εμάς τους Έλληνες, αυτό που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε· την Ιστορία μας. Τα ονόματα των Μορφών αυτών δεν είναι τυχαία: είναι η Ιστορία που μαϊμουδίζει, η Τιμωρία, που είναι τυφλή γι’ αυτό και αναμάρτητη, η Μνήμη, που ευτελίστηκε σε ένα στόμα που εξιστορεί ξανά και ξανά όσα έζησε και, τέλος, η Αλήθεια, που όσο παμπάλαια κι αν είναι άλλο τόσο ολοκαίνουργια φαντάζει. Η αλήθεια δεν παλιώνει ποτέ. Μητέρα αυτών των κορών της κολάσεως είναι η Ανάγκη. Οι αρχαίοι την είχαν για θεά και εμείς οι νεότεροι αμβλυνόμενη υποτακτικιά κάτω από το βαρύ ζυγό της συνήθειας. Ο Κούκος και τ’ Αηδόνι είναι οι δυο αιώνιοι μονότονοι δικαστές που σιγοψιθυρίζουν στο αυτί του νεοέλληνα της Βαβέλ, ότι η Ιστορία δεν ήταν εχτές – η Ιστορία είναι σήμερα. Όχι κατ’ ανάγκη η ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής αλλά η Ιστορία του ανθρώπου που αγωνίζεται να βρει διέξοδο από την προδιαγεγραμμένη μοίρα του. Αυτό εξάλλου δεν προσπάθησαν ο Οιδίποδας, ο Οδυσσέας κι η Κασσάνδρα;
Πόρνες, νόθα, δαιμονισμένοι και άγιοι· ανατολίτικα σερμπέτια και ελληνική σπιρτάδα παρελαύνουν στις σελίδες ενός άκρατα δραματοποιημένου μυθιστορήματος. Τώρα πια μένει στο κουράγιο του αναγνώστη να τοποθετήσει τον εαυτό του στο περιθώριο που του αναλογεί και εντελώς ταπεινωμένος για την παρούσα κατάντιά του να βρει το θάρρος να ξανακαινουργιώσει οικοδομώντας βήμα - βήμα την καινούργια Ελλάδα και γιατί όχι τον καινούργιο κόσμο.
ISBN:
978-960-606-177-6
Αριθμός έκδοσης:
1η
Έτος έκδοσης:
2021
Ενιαία Τιμή Βιβλίου:
ΝΑΙ (έως Απρίλιο 2022)
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις:
14 x 21
Σελίδες:
312
Βάρος:
468 γρ.
ΣΤΑ ΞΕΝΑ ΧΕΡΙΑ
Ο ΝΤΑΜΠΛΑΣ
ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ
ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥΣ!
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΔΕΡΦΑΔΕΣ
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η ΒΑΡΑΘΡΩΔΗΣ ΕΛΞΗ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
ΤΟ ΨΥΧΟΚΟΝΤΑΡΙΣΜΑ
ΣΜΥΡΝΟΣΤΟΠΟΛΩΝΤΑΣ
Η ΛΥΚΑΙΝΑ
ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Η ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ
O MEXMET
Η ΚΟΚΟΤΑ Η ΕΡΑΣΜΙΑ
ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΚΑΙ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΣΙ ΦΟΥΛΑΣ
Τ' ΑΪ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΝΗΜΕΡΑ
Η ΑΓΓΕΛΙΚΩ ΦΕΥΓΕΙ
ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΜΦΟΡΕΣ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΝΟΥΝ
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΩΣ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Η CAHIDE KAI TA MAΪKA
ΤΑ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ
Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ
Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΜΕΧΜΕΤ
Η ΓΕΝΝΑ
Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Η ΣΕΡΑΠ
ΤΣΙ ΖΗΛΕΙΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ
Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
ΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΣ
ΤΟ ΚΑΚΟ
ΤΟ ΛΙΝΤΖΑΡΙΣΜΑ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Η ΛΙΤΣΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΜΦΟΡΕΣ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ έλειπε η Αγγελικώ, η ζωή στη γειτονιά έτρεξε σαν το νερό, θαρρείς και ήθελε να προλάβει το σταμάτημα του χρόνου, λες και οι μοίρες των ανθρώπων της γειτονιάς, του καθενός ξεχωριστά, κονταροχτυπιούνταν να προλάβουν, να γίνουν, να συμβούν και να υπάρξουν, προτού τους σταματήσει η μια, η κοινή και φοβερή μοίρα όλου του Ιωνικού Κόσμου. Μια μοίρα φρικιαστική που βιαζόταν διακαώς να γίνει Ιστορία.
Δυο τρομερά θανατικά έμελλε να σκιάσουν την όμορφη και ξέγνοιαστη ζωή της γειτονιάς των Ρόδων. Η πρώτη συμφορά χτύπησε την πόρτα του παπά μας, του παπά Λευτέρη. Είχε έναν γιο, έναν λεβέντη, δυο μέτρα. Ξανθός σαν τον άγγελο, δουλευταράς και νοικοκύρης. Ήσαν καμάρι όλου του μαχαλά κι ατρόμητος σαν τον πατέρα του, καλόκαρδος και μπεσαλής. Κάθε φορά που έβγαινε από την πόρτα του σπιτιού του και καβαλούσε τ’ άλογο να πάει στα χωράφια για να τα δουλέψει, στεκόταν ο παπάς και η γυναίκα του στο κατώφλι της πόρτας και καμάρωναν τον ασίκη τους.
Αυτός που λες, κυρά μου, είχε πάθος, τι πάθος σε λέγω, μανία δεν λέγεις καλύτερα, εμμονή, με τ’ άλογα. Κι όσο πιο άγριο και ατίθασο ήσαν ένα άλογο τόσο πιο πολύ τον έπιανε τρέλα να το τιθασεύσει, να του βάλει χαλινάρι και να το καβαλικεύσει. Σάμπως κι ήταν γυναίκα κι ήθελε να την χώσει κάτω από τα σκέλια του, για να νιώσει ότι αυτός ήταν ο αφέντης. Έτσι που λες, σε κάθε ζωοπανήγυρη, σε κάθε παζάρι, σε κάθε νόμιμη ή παράνομη αγορά αλόγων έτρεχε πρώτος, να διεί το καινούργιο άτι που θα του πρότειναν οι προμηθευτές του. Κυρίως τρελαινόταν για τ’ άγρια, τα Αραβικά και προτίμηση είχε στα μαύρα, σαν τη μαύρη μοίρα που τον περίμενε.
Μια μέρα που λες, τού μηνύσανε για ένα άλογο, που όμοιό του, λέει, δεν υπήρχε σ’ ούλη τη Μικρά Ασία. Κι αλήθεια, κυρά μου, επειδή έτυχε να το διω, ήταν πράγματι το κάτι άλλο, θαρρείς κι είχε κατέβει από τον ουρανό ή είχε βγει από την Γιασάν Γιασεμί κι ήρθε σ’ αυτό το τρελόπαιδο τον Μίμη, για να τον στείλει στον Άδη, καβάλα στο άλογό του, σαν τον Διγενή στ’ μαρμαρένια αλώνια.
Σαν τον ειδοποίησαν να πάει να διεί τ’ άλογο, έφυγε σαν κυνηγημένος. Κι έπρεπε να τον εδιείς πώς εκαμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, όταν το αγόρασε και το έφερε στην γειτονιά. Τρέχαμε ούλοι να διούμε το καινούργιο άλογο του Μίμη. Μαύρη καλλονή έτσι το λέγανε ούλοι. Ήσαν μαύρο, γυαλιστερό, με χαίτη πλούσια μακριά και με έναν υφέρπων ελαφρύ κυματισμό. Αν πεις και για τα καπούλια τσι, ψηλά και σφιχτά απορούσες πώς μπορούσε να χωρέσει ο Θεός τόση ομορφιά σε ένα άλογο. Μα όσο όμορφο ήτανε, άλλο τόσο ατίθασο και άγριο ήσαν. Στην αρχή στάθηκε αδύνατον να το χαλιναγωγήσει, ώστε να μπορέσει να το καβαλικεύσει, μα σιγά - σιγά με τα πολλά κατάφερε και το ’κάνε δικό του. Πάνω σ’ αυτό ήταν καβάλα ολημερίς και μ’ αυτό πήγαινε κάθε ξημέρωμα στα χωράφια του.
Ώσπου ένα πρωί, κείνη την ώρα που ο μαχαλάς ακόμα γυναικοκρατιόταν, καθώς οι άντροι ήσαν στο μεροδούλι τους, κι οι νοικοκυράδες, άλλες πίναν ακόμα το γκαϊφεδάκι τους κι άλλες είχαν ήδη αρχινήσει τσι δουλειές τους, ακούστηκαν ξάφνου μέσα στον μαχαλά φωνές, τι φωνές σε λέγω, κραυγές, ουρλιαχτά και ποδοβολητά. Κακός χαμός! Βγαίνουμε όξω, τι να διούμε, η καλλονή ξεσέλωτη, με τη μισή σέλα να σέρνεται χάμω και ο Μίμης μαγκωμένος από το ζερβό του ποδάρι στ’ αναβατόρι, ξεσκισμένος, ξέπνοος, γιομάτος πληγές, με το κεφάλι του λιανισμένο από τσι πέτρες, που αντάμωσε στο διάβα του, τούτο το τρελό άλογο και ξοπίσω του να τρέχουν ίσα με δέκα αγριόσκυλα και να προσπαθούν να φάνε τις ξεσκισμένες σάρκες του παλικαριού.
Αχ, κυρά μου, ποτέ δεν ξέχασα την εικόνα των γονικών του. Έχεις διεί δέντρο που το χτυπά ο κεραυνός, νά έτσι μοιάζανε οι γονιοί του, δυο κεραυνοβολημένα δέντρα. Η μάνα του, η Σοφίκα, πεσμένη πάνω στο άψυχο σώμα του γιού τσι, ούρλιαζε σαν κανένα άγριο ζώο και μαζί με τα ξεφωνητά και το σπάραγμά τσι, άρχισε να τραβάει και να ξεριζώνει τα μαλλιά τσι και σε λίγο από το ξεμαλλιασμένο κεφάλι τσι τρέχανε αίματα πολλά και αστείρευτα και έμοιαζε κείνη την ώρα με τον Χριστό, σαν του φόρεσαν τ’ αγκάθινο στεφάνι. Θεέ μου σχώραμε για την βλαστήμια μου, μα έτσι μου φάνηκε κείνη την καταραμένη ώρα.
Μα πιο τρομαχτικός και απ’ αυτήν, τη μάνα του, ακόμα ήσαν ο κύρης του, ο παπά Λευτέρης. Με τα μάτια του ανοιχτά, σα να θέλαν οι κόρες των εματιών του να πεταχτούν όξω και να χυθούν, να μην βλέπουν πια αυτή τη φρίκη, στεκότανε όρθιος, στητός σαν κυπαρίσσι, μπροστά στο κουφάρι του λεβέντη του, αμίλητος χωρίς πνοή και αίμα. Και ξάφνου, πέφτει στα γόνατα χάμου, ανοίγει την αγκαλιά του στον ουρανό και κραυγάζοντας αρθρώνει: «Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες, πού είσαι θεέ μου, μη μ’ εγκαταλείπεις!» Οι γειτόνισσες παρούσες ολόγυρά τους, σαν ένας νεκρικός χορός σιωπής από γυναίκες, στέκονταν με ανοιχτά στόματα και με γαντζωμένες τις απαλάμες των χεριών τους στα μάγουλα, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έγινε, πώς έγινε το κακό, κι αν υπήρχαν έστω και δυο λόγια παρηγοριάς, που να μπορούσαν να στηρίξουν κείνη τη φοβερή ώρα τα δυο τελειωμένα γερόντια.
Τον ξενύχτησαν όλο το βράδυ μοιρολογώντας τον. Τον μύρωσαν και τον παράχωσαν την άλλη μέρα κι ήσαν σαν να μην υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στο μυαλό και στις καρδιές των ανθρώπων που τον γνώρισαν. Ούτε το ούτι της παπαδιάς, ούτε η γλυκιά φωνή του παπά Λευτέρη ξανακούστηκαν ποτέ. Κι από τότε θαρρείς και χάθηκε, ένας κόμπος χαράς, από εκείνη την ξέγνοιαστη και ξεφαντώστρα γειτονιά τσι Σμύρνης.
Η δεύτερη συμφορά μάς βρήκε λίγο καιρό αργότερα, κι είχε να κάνει με την οικογένεια της δόλιας της Αλατζάδενας. Ήταν μια οικογένεια Ελλήνων, στην οδό των Ρόδων, πολύ κλειστή σ’ όλους. Η Ελένη η Αλατζάδενα ζούσε με τον άντρα τσι τον Πετράκη και τους δυο γιούς της, παλικάρια πια. Όλοι μαζί ζούσαν σχεδόν αόρατα στον μαχαλά κι εξόν από μια καλημέρα πολλά πολλά δεν είχαν με κανένα. Ειδικά την κόνα Ελένη, μόνο σαν έβγαινε να απλώσει την μπουγάδα τσι ή να κάνει καμιά δουλειά εξωτερική, την έβλεπες. Ο δε ο Πετράκης, ο άντρας τσι, αμίλητος ήσαν, με το ζόρι τού έβγαινε η καλημέρα και εύκολα τι σκεφτότανε δεν μπορούσες να καταλάβεις.
Είχε κανά τρίμηνο που λες, κυρά μου, που ο μεγάλος του γιος ο Γιάννης είχε αρραβωνιαστεί μια όμορφη κοπέλα, τη Χάιδω. Ο Γιάννης που λες, τρελός και παλαβός με τη Χάιδω. Η κοπέλα ήσαν πεντάρφανη, γι’ αυτό από αρραβωνιασμένη ακόμα, την είχαν μες στο σπιτικό τους οι Αλατζάδες. Μια μαύρη μέρα λοιπόν, που να μην έσωνε να ξημερώσει, φεύγει ο Γιάννης για τη δουλειά του πρωί - πρωί, όπως κάθε μέρα, πάει κι Αλατζάδενα η Λένη να ψωνίσει στο ταρσί και μένει αυτός ο καταραμένος ο Πετράκης, που ο διάβολος τον είχε καβαλήσει απ’ όλες τις μεριές τον αναθεματισμένο, μένει μόνος στο σπίτι με το κορίτσι, με την αρραβωνιαστικιά του γιου του, τη Χάιδω. Και αχ κυρά μου και πώς να το ξεστομίσω… Πάει που λες, σαν ξαναμμένο γομάρι κι ορμάει στην κοπέλα και την εβιάζει και την εκαταστρέφει σαν κτήνος, σαν ζώγο λυσσιασμένο. Η κοπέλα δεν μίλησε στην αρχή, από τον φόβο και την ντροπή τσι. Δεν ήξευρε βλέπεις και πώς θα αντιδράσει ο αρραβωνιαστικός τσι, ο Γιάννης. Αλλά ο διάολος δεν χορταίνει τις ακαθαρσιές που φτιάνει, και θέλει κι άλλες. Έτσι που λες, έπιασε παιδί, από τον πεθερό τσι, η δύσμοιρη και τρελάθηκε. Έφυγε σαν κυνηγημένη και για αρκετό καιρό κανείς δεν έμαθε γι’ αυτήν. Ο Γιάννης, όμως, απ’ την άλλη, γυρεύοντας να μάθει την αλήθεια, άνθρωποι που την είχαν διεί και ξέρανε, άνθρωποι κακοί, ρουφιάνοι και προδότες, του το είπανε. Αχ το παλικάρι κλαίω, κυρά μου, το παλικάρι που σαν το’ μάθε, αχ Χριστέ και Παναγιά μου κι Άγια Σωτήρα μου, και τώρα που το λέγω φρίκη νιώθω, πάει που λες το παλικάρι, παίρνει μια χειροβομβίδα, τρέχα γύρευε πού την εβρήκε, την παίρνει που λες, πάει έξω από τη Σμύρνη, κει που είχαν οι νοικοκυραίοι τα χωράφια τους, ξαπλώνει χάμω ανάσκελα, βάνει το δεξί του χέρι πίσω από το κεφάλι του, σαν να ξάπλωνε στον σοφά του, για να ξαποστάσει κάποιο μεσημεράκι του καλοκαιριού, ανάβει τσιγάρο, το φουμέρνει και σαν φτάνει το τσιγάρο στο τέλος του, αντί να το σβήσει στην γη που την πατούμε, το σβήνει στην χειροβομβίδα και γίνεται χίλια κομμάτια, ψυχή, σώμα, πίκρα και εντόσθια γίνηκαν όλα σκόνη στον αγέρα. Πάει το παλικάρι, πάει άδικα από ντροπή, αισχύνη, όνειδος! Το ’χαν τότε βλέπεις οι άνθρωποι αυτό, ντρέπονταν.
Η Χάιδω, απ’ την άλλη, είχε καταντήσει ζητιάνα, γυρνούσε στους δρόμους και στις ερημιές και πότε κοιμότανε στα κοιμητήρια, πότε την φιλοξενούσαν οι κοκότες στα Χιώτικα και πότε μπεκρούλιαζε στις ταβέρνες. Στο μεταξύ προχωρούσε η γκαστριά τσι κι είχε φτάσει πια στον μήνα τσι. Μα τα βάσανα, κυρά μου, τέλος δεν έχουν για τους ανθρώπους. Σαν ήρθε η ώρα να γεννήσει, κάποιοι άνθρωποι, του θεού την πήγαν πάνω στο μοναστήρι τ’ αϊ Νικόλα, στις καλογριές, γιατί μόνο αυτές μπορούσαν να την βοηθήσουν στη γέννα τσι, μυστικά και μακριά από όλους. Γεννάει, λοιπόν, ένα κοριτσάκι υγιέστατο και αφράτο, μα πριν προλάβει να σαραντίσει, η κακομοίρα εμφάνισε λέπρα. Έτσι αναγκάστηκε και εγκατάλειψε το μοναστήρι και απομονώθηκε στις ερημιές. Μα λεχώνα καθώς ήτανε, την έβλαψε που δεν έβλεπε το μωρό τσι και έκανε απόφαση να πάει να το διει από μακριά. Την ώρα όμως που έφτανε κοντά στο μοναστήρι, αλίμονο, βλέπει τσι καλόγριες να κρατάνε ένα μικρό κυβουράκι και να τραβούν κατά τα μνήματα. Τρέχει κοντά απόλωλη, ρωτάει για το λεχούδι τσι και οι καλόγριες της λένε ότι το παιδί τσι πέθανε και μόλις τώρα πάνε για να τελέψουν την κηδεία. Τότες, αχ τότες ήσαν, που απολωλάθηκε, πήρε τις ερημιές και μέρες ολάκερες γυρνούσε, πεινασμένη, βρώμικη, πληγιασμένη, άπνοη και άψυχη. Ώσπου βρήκε μέσα στην ερημιά μια βελανιδιά, πολύ παλιά, πολύ μεγάλη, με έναν τεράστιο κορμό που στο κέντρο του είχε μια κουφάλα. «Εδώ», είπε, «εδώ θα σταθώ, εδώ είναι η λύπηση του θεού για εμένα, τούτη η κουφάλα είναι το έλεος του θεού για εμένα». Μπήκε μέσα τσι, ρίζωσε. Παρηγορήθηκε και έζησε. Της ήτανε μάλιστα γραφτό να ζήσει και το χάλασμα τσι Σμύρνης και να περάσει απέναντι στην Ελλάδα και να ζήσει ως τα βαθιά γεράματά τσι. Αχ ψυχή θεριό, πόσα πολλά αντέχεις! Κι έλεγε, σαν σώθηκε και πήγε στην Ελλάδα, πάντα το ’λεγε: «Το δέντρο, μ’ έσωσε, το δέντρο μ’ αγκάλιασε. Μονάχα αυτό δε με σιχάθηκε. Δεν άφηκε την ερημιά να μπει μεσ’ στην ψυχή μου. Σώθηκα. Έσωσα την πίστη μου, στυλώθηκα».
Βλέπεις, το τι μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο, κυρά μου, δεν το ξεύρεις. Μπορεί κάτι πολύ ταπεινό και απλό, που ο Θεός το ’δωκε, ευχή για εσένα. Μπορεί να είναι ένα ποτήρι δροσερό νερό, μπορεί ένα καφεδάκι με το λουκούμι του, καμιά φορά μπορεί και μια κουφάλα δέντρου.
Όσο για την Αλατζάδενα τη Λένη, αυτή συνέχισε να ζει με τον άντρα τσι, για χάρη του άλλου γιου τσι, του Βασίλη. Μα δεν ξαναμίλησε ποτέ. Δεν ξανακούστηκε η φωνή τσι, ζούσε χωρίς να μιλά, φορώντας πάντα μαύρα. Ούτε γέλιο, ούτε κλάμα ξανακούστηκαν ποτέ από τη δύσμοιρη. Μόνο μια φορά, σαν πέθανε ο άντρα τσι ο Πετράκης, ο τρισκατάρατος και τον ίδιε στην κάσα ψόφιο, αρχίνησε να γελά, να ξεκαρδίζεται και σταματημό να μην έχει. Τρέξανε οι γειτόνισσες να την εσυνεφέρουν, η Στέλλα η Κασαμπαλιά με την Ευσταθία και τη Φούλα, μα του κάκου, εις μάτην τσι έλεγαν.
«Σκάσε μωρή απόλωλη! Σκάσε μωρσή και θ’ αρθούνε οι αδερφές του και η μάνα του και θα σε βρουν μέσα στα γέλια».
Της φωνάζανε, την ορμηνεύανε, μα η Αλατζάδενα πού να σταματήσει τα γέλια. Είδαν κι έπαθαν να την εσυνεφέρουν. Καλά τού έκανε του παλιάνθρωπου. Του άξιζε και τέτοια και χειρότερα. Τρεις ανθρώπους κατάστρεψε. Άκλαυτος πήγε κι ούτε καντήλι δεν του άναψε, ούτε του παπά τρισάγι δεν του μήνυσε, ούτε κόλλυβο δεν του βράσε. Τίποτες, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι πήγε το χαμένο το κορμί, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι!
Η προσωπική μου μικρή εμπειρία σε ό,τι αφορά όχι τόσο τη σύλληψη, αλλά τη συγγραφή και την ολοκλήρωση ενός βιβλίου είναι πως πρόκειται για κάτι αναπόφευκτο, σχεδόν μοιραίο θα έλεγα. Αυτό, τουλάχιστον, συνέβη στη δίκη μου περίπτωση. Χιλιάδες απειροελάχιστα καθημερινά και «άνευ σημασίας» ερεθίσματα, ως επί το πλείστον ασύνδετα μεταξύ τους, ωριμάζουν στο σκιερό μυαλό του ανθρώπου που εκφράζεται μέσω της γραφής και, σαν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, γίνεται ένα αδιάκοπο εσωτερικό μουρμούρισμα· υπαγορεύει και εσύ γράφεις. Όλη η διεργασία, λοιπόν, σε εμένα προσωπικά είχε γίνει πριν πιάσω μολύβι και χαρτί. Όταν έφτασε η ώρα να πιάσω το μολύβι, από εκεί και πέρα ήμουν πλέον ο στενογράφος του πιο συμπτυγμένου Υπερεμού μου.
Πάραυτα θα σας διηγηθώ δύο περιστατικά, πολύ χαρακτηριστικά και καθοριστικά για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Όταν άρχισα να πηγαίνω Β΄ Δημοτικού, στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης της Μικρασιατικής Καταστροφής και ταυτόχρονα ημέρα εθνικής γιορτής για τους γείτονες –γιορτάζουν την μέρα της απελευθέρωσής τους και την ίδρυση του νεοσύστατου τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ–, ζήτησα στην αρχή της μέρας από τον διευθυντή του σχολείου να μιλήσω στα παιδιά μετά την προσευχή για αυτό, δηλαδή να πω δυο λόγια για την ημέρα αυτή, δυο λόγια για τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας. Μου απάντησε πως είμαι πολύ μικρός για κάτι τέτοιο: «Εσύ βρε μπόμπιρα θα μιλήσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή;» Εκεί πείσμωσα πάρα πολύ, όμως ταυτόχρονα συνειδητοποίησα πόσο αδύναμος είναι τελικά ο προφορικός λόγος σε σχέση με τον γραπτό, γιατί στον γραπτό λόγο δεν κρίνεις την αξιοσύνη του συνομιλητή σου από το ύψος του αλλά από τη νοητική του ολκή. Σκέφτηκα λοιπόν από μέσα μου: «Α έτσι μου είστε! Λοιπόν εγώ θα γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτό το θέμα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που να μην μπορείτε παρά να με προσέξετε». Ξαφνικά ένιωσα ισχυρός. Ένα μολυβάκι της δεκάρας μπορεί, δύναται, όχι βέβαια πάντα, να σε καθηλώσει, όπως ακριβώς η κάννη ενός πολυβόλου, αρκεί να ξέρεις καλό σημάδι.
Το δεύτερο έχει να κάνει με ένα κακόγουστο ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε το 2012 σε κάποιο βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού, στο όποιο αναφέρθηκε το ποδοπάτημα των αλλοφρόνων από την απόγνωση κατακρεουργημένων χριστιανών στην προκυμαία της Σμύρνης ως συνωστισμός. Όταν όμως μεγαλώνεις με μια φωτογραφία της προγιαγιάς σου που φαίνονται μόνο τα δυο της δάκτυλα γιατί τα υπόλοιπα είναι πετσοκομμένα από τους Τσέτες, τότε γνωρίζεις από πρώτο χέρι πως η ιστορία δεν διαβάζεται, αλλά κληροδοτείται. Αυτή λοιπόν η βαριά κληρονομιά μου είναι το μυθιστόρημα «Ο Κούκος και τ’ αηδόνι».
Εμμανουήλ Γιουβανόπουλος
Ο Εμμανουήλ Γιουβανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 3 Φεβρουαρίου του 2011 και φοιτά στην Δ΄ Δημοτικού. Έχει πάρει μέρος σε μαθηματικούς διαγωνισμούς σε επίπεδο Γυμνασίου και έχει διακριθεί δύο φορές. Μαθαίνει αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Επίσης φοιτά στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης μετά από εισαγωγικές εξετάσεις που έδωσε στο βιολί σε ηλικία επτά ετών. Άρχισε να διαβάζει χωρίς καθοδήγηση σε ηλικία τριών ετών. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τον προγραμματισμό Η/Υ και στον ελεύθερο του χρόνο μελετά Φυσική. Είναι λάτρης των Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
«Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα, όχι για λόγους επιβίωσης,...
Δεν ήταν μόνο το νησάκι, τόπος κλειστός, που η ιστορία του το έκτισε μέσα σε ένα κέλυφος, έβαλε τους ανθρώπους του σε ένα όστρακο... Ήταν ακόμη η φαντασιακή...