Πολλοί συγγραφείς έχουν γράψει τι πιστεύουν ότι συνέβη -ή τι θα έπρεπε να είχε συμβεί- στο Βιετνάμ, αλλά ο Henry Kissinger ήταν εκεί, στο επίκεντρο των γεγονότων, συμμετείχε στη λήψη όλων των αποφάσεων, από τις εκτενείς και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις με την αντιπροσωπία των Βορειοβιετναμέζων, μέχρι και την οριστική απεμπλοκή της Αμερικής από τον πόλεμο. Για πρώτη φορά, ο Kissinger μας δίνει μια ενδελεχή, εκ των έσω εικόνα του Πολέμου στο Βιετνάμ.
Στο βιβλίο αυτό, ο Kissinger γράφει διαθέτοντας βαθιά και ακριβή γνώση του θέματος και τεκμηριώνει επιμελώς τα λεγόμενά του με το να παραθέτει αυτούσια τα υπομνήματά του προς τον Πρόεδρο Νίξον, καθώς και τις απαντήσεις αυτού. Αναφέρεται στην τραγωδία στην Καμπότζη, στις παράλληλες διαπραγματεύσεις με τη Σοβιετική Ένωση και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στις διαφωνίες ανάμεσα στις κυβερνήσεις Φορντ και Νίξον, στην πορεία όλων των διαπραγματεύσεων στις οποίες ενεπλάκη ο ίδιος, στον αναβρασμό και τις διαμαρτυρίες στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, στην καθημερινή στρατιωτική και διπλωματική πραγματικότητα, όπως αυτές έφταναν στο Λευκό Οίκο. Αποκαλύπτονται επίσης κάποιες αθέατες πτυχές μερικών από τις σημαντικότερες προσωπικότητες παγκοσμίως, όπως του Τζόνσον, του Νίξον, του Ντε Γκωλ, του Χο Τσι Μινχ, του Μπρέζνιεφ, οι οποίοι παγιδεύτηκαν σε έναν πόλεμο που μετέβαλε διά παντός τις διεθνείς σχέσεις. Πρόκειται για μια ιστορική καταγραφή από ένα υψηλά ιστάμενο πολιτικό πρόσωπο^ ένα βιβλίο που αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για την ανασύνθεση των γεγονότων.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΤΕΛΜΑ (1950-1969)
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Ποια κατάσταση κληρονόμησε η κυβέρνηση Νίξον
Σε αναζήτηση στρατηγικής: η επίθεση των Βορειοβιετναμέζων
και ο βομβαρδισμός της Καμπότζης
Προσπάθειες για διπλωματική διευθέτηση
Ειρηνευτικές πρωτοβουλίες
Η έναρξη της αποχώρησης των στρατευμάτων
Μια μυστική συνάντηση
Ακόμη μια επαναξιολόγηση της πολιτικής μας
Η αδιάλλακτη στάση των ειρηνιστών
Μια στρατηγική εμφανίζεται στο προσκήνιο
ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Οι μυστικές διαπραγματεύσεις
Ο Ειδικός Σύμβουλος Le Duc Tho
και ο πρώτος γύρος συνομιλιών
Το παρεμπίπτον ζήτημα του Λάος
Η ανατροπή του Sihanouk
Μια ακόμη σημαντική αποχώρηση στρατευμάτων
Η επίθεση εναντίον
των βορειοβιετναμέζικων καταφυγίων
Η επίθεση στην Καμπότζη
Η δοκιμασία στο εσωτερικό
Ο απολογισμός
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Τα οκτώ σημεία της κυρίας Binh
Το παρασκήνιο μιας στρατηγικής
Η επιχείρηση στο Λάος
Lam Son 719: Η Στρατιωτική Επιχείρηση
Αντιμέτωποι με τις εσωτερικές αντιδράσεις
Η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων
Οι προεδρικές εκλογές του Νότιου Βιετνάμ
Η αποκάλυψη των μυστικών διαβουλεύσεων
ΤΟ ΑΝΟΪ ΠΑΙΖΕΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΤΙ
Διπλωματικοί χειρισμοί
Ποια στρατηγική;
Η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ
Η μυστική συνάντηση στις 2 Μαΐου
Η ναρκοθέτηση και ο βομβαρδισμός του Βόρειου Βιετνάμ
Η σύνοδος κορυφής κρέμεται από μια κλωστή
ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Μια δοκιμασία για το αδιέξοδο
Μια επίσκεψη στη Σαϊγκόν
Ανάπαυλα: οι συναντήσεις
της 15ης και 27ης Σεπτεμβρίου
Η λύση του αδιεξόδου: Η συνάντηση της 8ης Οκτωβρίου
Ο ΔΥΣΒΑΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Ιντερλούδιο στο Παρίσι
Διαβουλεύσεις με τον Thieu
Κεραυνοί εν αιθρία
Αναμέτρηση με τον Thieu
Η επιστροφή στην πατρίδα
Η ΕΙΡΗΝΗ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ
Εκλογικό ιντερλούδιο
Ο Haig ξανά στη Σαϊγκόν
Επανάληψη των συνομιλιών με τον Le Duc Tho
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων
Ο βομβαρδισμός των Χριστουγέννων
Επανέναρξη των διαπραγματεύσεων
Ο γύρος διαπραγματεύσεων του Ιανουαρίου
Ο Thieu υποχωρεί
Επιτέλους ειρήνη
Εν κατακλείδι
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΝΟΪ
Pham Van Dong
Οικονομική βοήθεια
ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ
ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ
Η επίσκεψη του Thieu
Το Watergate και η εφαρμογή της Συμφωνίας
Η ειρηνευτική προσπάθεια στην Καμπότζη
Η ματαίωση της κινεζικής διαμεσολάβησης
Η κατάληξη των διαπραγματεύσεων
Ο FORD ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ
Το Νότιο Βιετνάμ ασφυκτιά
Το Ανόι αρχίζει ξανά τις επιθέσεις
Το τέλος του δρόμου
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΤΖΗΣ
Ο μύθος των αποτυχημένων διαπραγματεύσεων
για την Καμπότζη
Η τελική κατάρρευση
Επιμύθιο
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ
Η αντιπαράθεση για την εκκένωση
Η αναζήτηση πολιτικής λύσης
Η εκκένωση
Η τελευταία ημέρα
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟ ΑΝΑ ΧΕΙΡΑΣ ΒΙΒΛΙΟ πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ απεμπλάκησαν από τον μακροβιότερο πόλεμο της Ιστορίας τους, έναν πόλεμο που διεξήχθη πολύ μακριά από την Αμερική και που φαινομενικά ελάχιστη σχέση είχε με τις έως τότε ισχύουσες αντιλήψεις σε θέματα εθνικής ασφάλειας· τον μοναδικό πόλεμο κατά τον οποίο επιφανείς Αμερικανοί πολίτες ταξίδεψαν μέχρι την πρωτεύουσα του εχθρού για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους σε αυτόν και, ενίοτε, να μεταδώσουν ραδιοτηλεοπτικά μηνύματα.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο κανένας πόλεμος δεν είχε πλήξει το εθνικό αίσθημα όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ. Οι αντιπαραθέσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκειά του οδήγησαν τη χώρα στον διχασμό ενώ η βαριά παρακαταθήκη του πολέμου διαμόρφωσε την εθνική εξωτερική πολιτική. Ξαφνικά αναδύθηκαν σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ηθικών αξιών και των εθνικών συμφερόντων, των αξιών και της ισχύος και, τελικά, οι διαχωρισμοί αυτοί επικάλυψαν παλαιότερες διαφωνίες που είχαν ανακύψει σε θέματα πολιτικής την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Αυτός ο σχεδόν εμφύλιος πόλεμος διαμόρφωνε την αμερικανική πολιτική ακόμη και μετά τη λήξη του.
Όμως η Ιστορία προσφέρει εύκολες εναλλακτικές σε ελάχιστες περιπτώσεις. Τις περισσότερες φορές, οι πολιτικοί πρέπει να ισορροπήσουν μεταξύ αξιών και επιταγών ή, για να το θέσουμε αλλιώς, είναι υποχρεωμένοι να πλησιάσουν τους στόχους τους όχι με ένα και μόνο άλμα αλλά με σταδιακά βήματα, κάτι που εξ ορισμού ενέχει τον κίνδυνο να φανούν κατώτεροι των περιστάσεων. Υπάρχει πάντα η δυνατότητα να προβάλει κανείς αυτή τη δικαιολογία για να αποφύγει την ανάληψη ευθυνών ή ως πρόσχημα για να επιρρίψει ευθύνες στο περιβάλλον του. Αυτή η ανακολουθία δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο μέσα από την πίστη στα αμερικανικά ιδεώδη. Και αυτά ακριβώς ήταν που αμφισβητήθηκαν κατά τη διάρκεια και την επαύριον του πολέμου στο Βιετνάμ.
Οι εσωτερικές διχόνοιες που δημιουργήθηκαν με τον πόλεμο του Βιετνάμ αποτυπώθηκαν σε γενικές γραμμές, στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, ως μια σύγκρουση μεταξύ αυτών που ήταν «υπέρ» του πολέμου και αυτών που ήταν «κατά». Ωστόσο, δεν ήταν αυτό το πρωταρχικό ζήτημα. Όλες οι κυβερνήσεις που ανέλαβαν καθήκοντα την περίοδο του Βιετνάμ επιδίωκαν τον τερματισμό του πολέμου – σχεδόν απεγνωσμένα. Το τρομακτικό και συνάμα δραματικό ερώτημα ήταν με ποιον τρόπο και υπό ποιους όρους θα πραγματωνόταν ο στόχος αυτός.
Για τον Ρίτσαρντ Νίξον που κληρονόμησε το εγχείρημα της απεμπλοκής από το Βιετνάμ το 1969, κι ενώ η Αμερική επί πέντε χρόνια πραγματοποιούσε μαζική και υπερπόντια ανάπτυξη δυνάμεων, το πρωτεύον μέλημα ήταν το πώς θα διαφύλασσε την αξιοπιστία της Αμερικής ενώπιον των δεκάδων εκατομμυρίων που, με βάση τις διαβεβαιώσεις μας, είχαν δέσει τη μοίρα τους με τη δική μας. Επιπροσθέτως, προσπαθούσε να διατηρήσει την αξιοπιστία της Αμερικής απέναντι στους συμμάχους αλλά και την ηγεμονική θέση της έναντι των ανταγωνιστικών χωρών – χαρακτηριστικά από τα οποία, κατά την κρίση τεσσάρων διαδοχικών κυβερνήσεων και δύο κύριων πολιτικών παρατάξεων, εξαρτιόταν η παγκόσμια ειρήνη. Οι επικριτές μας θεωρούσαν ότι ο αγώνας για τη διατήρηση αυτής της αξιοπιστίας ήταν μια χίμαιρα και ότι απομυζούσε την ίδια την Αμερική. Θεωρούσαν ότι πρωταρχικής σημασίας ήταν το να διασωθεί η ηθική υπόσταση της Αμερικής με το να παραιτηθούμε πάση θυσία από μια καταδικασμένη και, κατ’ ισχυρισμόν, ανήθικη επιχείρηση.
Έτσι, ο πόλεμος του Βιετνάμ κατέστη για την Αμερική η μοιραία εμπειρία κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ακόμη κι εκείνοι που έζησαν τα γεγονότα από το κέντρο των εξελίξεων, είναι σχεδόν αδύνατον να αποτυπώσουν το κλίμα της περιόδου: η άκριτη πίστη πως οι αμερικανικές επιταγές μπορούν να εφαρμοστούν σε παγκόσμια κλίμακα, με την οποία ξεκίνησαν όλα, και η σταδιακή απομυθοποίησή της, με την οποία όλα τελείωσαν· αρχικά η ομοψυχία ως προς τις επιδιώξεις και τελικά το τραύμα της διχόνοιας.
Ήταν η λεγόμενη γενιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που εισέβαλε στην Ινδοκίνα την περίοδο που η αμερικανική αυτοπεποίθηση βρισκόταν στο απόγειό της. Οι κυβερνήσεις Τρούμαν και Αϊζενχάουερ έβαλαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ινδοκίνα την επαύριο του αποκλεισμού του Βερολίνου και της κομμουνιστικής εισβολής στη Νότιο Κορέα. Οι κυβερνήσεις Kennedy και Johnson έστειλαν στρατεύματα στο Νότιο Βιετνάμ όταν το Βόρειο Βιετνάμ κατέλαβε τμήματα του Λάος και της Καμπότζης και βύθισε το Βιετνάμ σε έναν ανταρτοπόλεμο που είχε την υποστήριξη τακτικών βορειοβιετναμέζικων δυνάμεων. Οι τέσσερεις πρόεδροι και από τις δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις εφάρμοζαν –με την ευρεία στήριξη της κοινής γνώμης– τη στρατηγική που είχε οδηγήσει στις ιστορικές μεταβολές που έλαβαν χώρα τη δεκαετία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο αποκλεισμός του Βερολίνου είχε αντιμετωπιστεί, η Ευρώπη είχε ανοικοδομηθεί, η Γερμανία και η Ιαπωνία είχαν επανενταχθεί στην κοινωνία των εθνών, η σοβιετική επέκταση στην Ευρώπη είχε ανακοπεί και η κομμουνιστική επιθετικότητα στην Κορέα είχε ελεγχθεί. Η στρατηγική αυτή, που πήγαζε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βασιζόταν στην αντίληψη ότι η ανάσχεση της επιθετικότητας θα επιτευχθεί με τη δημιουργία ισχυρών στρατιωτικών αναχωμάτων, ενώ το New Deal του Ρούσβελτ θα ενισχύσει την οικονομική και κοινωνική πρόοδο κάτι που θα ανακόψει την άνοδο κομμουνιστικών καθεστώτων στο εσωτερικό των επιμέρους χωρών. Την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε επί της ουσίας κανένας που να διαφωνεί με αυτήν την ανοικτή δέσμευση για την παγκόσμια αποστολή της Αμερικής ή με την κοινώς επικρατούσα άποψη ότι η Ινδοκίνα αποτελούσε ένα απαραίτητο προπύργιο για την υπεράσπιση της ελευθερίας.
Όμως, με το τέλος της διακυβέρνησης Johnson το 1968, άρχισε να γίνεται αισθητή η διάψευση των ελπίδων. Η στρατηγική που είχε εφαρμοστεί με επιτυχία σε όλους τους προηγούμενους πολέμους της Αμερικής –η εξάντληση δηλαδή του εχθρού με πόλεμο φθοράς– δεν ήταν δυνατόν να φέρει αποτελέσματα εναντίον των ανταρτών που δεν υπερασπίζονταν κάποια συγκεκριμένη περιοχή και ήταν σε θέση να επιλέξουν το πού και το πότε θα μάχονταν και να ελέγχουν τις γραμμές ανεφοδιασμού διαμέσου του Λάος και της Καμπότζης. Αυτές οι χώρες μετατράπηκαν σε «ιερά» λόγω της παράδοξης ερμηνείας που τις ήθελε να τελούν υπό καθεστώς ουδετερότητας, πράγμα που απαγόρευε τα αντίποινα εναντίον των στρατιωτικών βάσεων των Βορειοβιετναμέζων μέσω των οποίων Αμερικανοί και Νοτιοβιετναμέζοι σκοτώνονταν καθημερινά. Ακόμα ετίθετο υπό αμφισβήτηση και ο ίδιος ο ηθικός σκοπός του πολέμου μια και τα πολιτεύματα των μη κομμουνιστικών χωρών της Ινδοκίνας δεν είχαν καμία σχέση με τα δημοκρατικά πολιτεύματα των Ευρωπαίων συμμάχων μας. Για εκείνους που αποφάσισαν να στείλουν αμερικανικά στρατεύματα, η όλο και μεγαλύτερη δυσπιστία για τον ρόλο της Αμερικής στην Ινδοκίνα ενισχύθηκε από την απελπισία που προκλήθηκε με τη δολοφονία Kennedy.
Η εθνική συσπείρωση και ο αμοιβαίος σεβασμός έδωσαν τη θέση τους –τουλάχιστον στους κύκλους των διανοούμενων, των μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών– σε μια κακόβουλη και κραυγαλέα δυσπιστία. (Η στήριξη του εκλογικού σώματος παρέμεινε πάνω από το 50 τοις εκατό στα χρόνια του πολέμου.) Η αλλοτινή σχεδόν παγκόσμια πίστη στη μοναδικότητα των αμερικανικών αξιών –και την παγκόσμια αξία τους– έδωσε τη θέση της στην αυξανόμενη δυσπιστία. Οι κυβερνήσεις που ανέβηκαν διαδοχικά στην εξουσία βρέθηκαν στο στόχαστρο των επικριτών που όλο και περισσότερο έθεταν υπό αμφισβήτηση την ανάμειξη της Αμερικής στο εξωτερικό από ηθικής απόψεως. Κάποιες πρώιμες αμφιβολίες για το αν ο πόλεμος μπορούσε να λήξει νικηφόρα και φόβοι μήπως το κόστος του υπερβεί τα πιθανά οφέλη, κλιμακωτά μετατράπηκαν σε ερωτήματα για το αν η διάψευση των ελπίδων στο Βιετνάμ προκλήθηκε κυρίως από την ηθική σήψη στον πυρήνα της ίδιας της αμερικανικής κοινωνίας. Οι επικριτές από την αμφισβήτηση για την αξία των συμμάχων της Αμερικής πέρασαν σταδιακά στην αμφισβήτηση της αξίας της ίδια της Αμερικής, ψέγοντας τους χειρισμούς της όχι μόνο στο Βιετνάμ αλλά και παγκοσμίως.
Ο Νίξον, που βρέθηκε σε αυτό το καζάνι, ήταν πιστός σε αξίες που έμοιαζαν με εκείνες τις «γενιάς του πολέμου», παρά τους αγώνες του εναντίον του κατεστημένου. Δεν συζητούσε καν το ενδεχόμενο της άνευ όρων αποχώρησης και της ανατροπής της πολιτικής δομής της Σαϊγκόν κάτι για το οποίο επέμεναν οι Βορειοβιετναμέζοι μέχρι το τέλος της πρώτης θητείας του το 1972 και προς το οποίο κινούνταν και οι Αμερικανοί επικριτές σταδιακά αλλά πιεστικά. Ήταν πρόθυμος να δώσει ένα τέλος στον πόλεμο αλλά όχι με κόστος να επιβάλει μια κομμουνιστική κυβέρνηση στα εκατομμύρια των ανθρώπων που είχαν δέσει τη μοίρα τους με τις υποσχέσεις των προκατόχων του. Τα κίνητρα του Νίξον προέρχονταν από ένα μείγμα ηθικών και γεωπολιτικών πεποιθήσεων, καθώς επιδίωκε να συμβιβάσει τη μεταπολεμική πολιτική της Αμερικής, που βασιζόταν στις συμμαχίες και στην πολιτική της ανάσχεσης, με τον εσωτερικό αναβρασμό που, κατά την άποψή του, απειλούσε τη μακροπρόθεσμη ικανότητα της Αμερικής να οικοδομήσει μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων βασισμένη σε ελεύθερες κοινωνίες. Ο Nίξον φοβόταν για τους συμμάχους μας σε περίπτωση που εγκαταλείπαμε την Ινδοκίνα· ανησυχούσε για τον αντίκτυπο που θα είχε στον σοβιετικό επεκτατισμό το να εγκαταλείψουν έτσι απλά οι ΗΠΑ τις δεσμεύσεις τεσσάρων προηγούμενων κυβερνήσεων και πίστευε ότι, αν η Αμερική έδειχνε σημάδια αδυναμίας στην Ασία, τότε θα καταστρεφόταν το άνοιγμά της στην Κίνα που βασιζόταν εν μέρει στο ότι η Αμερική συγκρατούσε τις ηγεμονικές βλέψεις της Ρωσίας στην Ινδοκίνα. Όμως όταν ανέλαβε καθήκοντα, ανακάλυψε ότι στο τέλος της διακυβέρνησης
Johnson η επιδίωξη για νίκη είχε εγκαταλειφθεί και η Αμερική είχε δεσμευτεί να καταλήξει μέσω διαπραγμάτευσης σε μια λύση συμβιβασμού. Αυτές οι επιδιώξεις είχαν υιοθετηθεί και από τους δύο υποψηφίους κατά την προεκλογική εκστρατεία. Και κανένας πολιτικός παράγοντας ή πνευματικός ταγός δεν εξέφρασε κάποια αντίθεση.
Όταν κατέστη σαφές ότι μια διαπραγματευτική λύση ήταν ανέφικτη, ο Νίξον κινήθηκε μονομερώς για να υλοποιήσει την ιδέα του για μια έντιμη υποχώρηση. Έτσι, ήδη στο τέλος της πρώτης θητείας του μείωσε τις αμερικανικές απώλειες από 1.200 ανά μήνα που ήταν στο τέλος της διακυβέρνησης Johnson σε 30 ανά μήνα. Μείωσε μονομερώς τον αριθμό των Αμερικανών στρατιωτών από 550.000 το 1969 σε 30.000 το 1972. Και κατέληξε σε συμφωνία να θέσει ένα τέλος στον πόλεμο όταν αυτό θα ήταν δυνατό, χωρίς να εγκαταλείψει τους συμμάχους της Αμερικής.
Τα στάδια της διαδικασίας αυτής ήταν συχνά ανακόλουθα εν μέρει επειδή το καθεστώς των Φιλελεύθερων, που είχε οδηγήσει την Αμερική στην περιπέτεια αυτή, είχε χάσει την αυτοπεποίθησή του και είχε παραχωρήσει τα ηνία στους ριζοσπαστικούς αντιδραστικούς, οι οποίοι ένιωθαν ότι υπερείχαν ηθικά και δεν έβλεπαν κανέναν λόγο αυτοσυγκράτησης όσον αφορούσε τις μεθόδους με τις οποίες θα επιτύγχαναν τους σκοπούς τους. Την ίδια στιγμή οι συντηρητικοί είχαν εγκαταλείψει απογοητευμένοι τον αγώνα στην Ινδοκίνα, ενώ εκείνοι που αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους ως ένθερμοι νεοσυντηρητικοί οχυρώνονταν μέχρι στιγμής πίσω από τα οδοφράγματα του κινήματος διαμαρτυρίας. Και ο Νίξον δεν διέθετε εκείνα τα γνωρίσματα που θα του επέτρεπαν να διαχειριστεί διπλωματικά το χάσμα που δημιουργήθηκε στην αμερικανική κοινωνία.
Αναπάντεχα, βρέθηκα μέσα στη δίνη των εξελίξεων. Παρόλο που είχα διατελέσει βασικός σύμβουλος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής του κυβερνήτη Nelson A. Rockefeller, που ήταν επί μια δεκαετία πολιτικός αντίπαλος του Νίξον, και παρόλο που είχα συναντήσει μόνο μία φορά τον εκλεγέντα πρόεδρο κι αυτό για λίγα λεπτά, ο Νίξον με τίμησε με το να με διορίσει Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας. Με αυτήν την ιδιότητα, επρόκειτο να γίνω ο βασικός σύμβουλος του προέδρου κατά την προσπάθεια απαγκίστρωσης από το Βιετνάμ και σταδιακά ο βασικός διαπραγματευτής.
Όπως συνέβη και με όλους όσοι ενεπλάκησαν με τις αποφάσεις που αφορούσαν το μέλλον του Βιετνάμ, αμφιταλαντευόμουν συνεχώς. Ήμουν πεπεισμένος, με βάση τη λογική, ότι το Ανόι θα ερχόταν σε συμφωνία μαζί μας μόνον εάν έχανε την ελπίδα της νίκης από μία δυναμική στρατιωτική στρατηγική. Συναισθηματικά, όμως, έβλεπα με συμπάθεια την άποψη των πιο μετριοπαθών επικριτών πολλοί από τους οποίους ήταν παλιοί μου γνώριμοι από τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο· επομένως μέσα στην κυβέρνηση ήμουν ο βασικός υπέρμαχος των διαπραγματεύσεων που θα οδηγούσαν σε μια διπλωματική λύση προκειμένου να δοθεί στους λαούς της Ινδοκίνας μια πραγματική ευκαιρία να επιλέξουν το μέλλον τους. Ακολούθησε μια πολύ δύσκολη περίοδος, πολύ δυσκολότερη απ’ όσο την φανταζόμουν όταν ανέλαβα το εγχείρημα.
Έκτοτε, οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου για το Βιετνάμ παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες, αν και με το πέρασμα του χρόνου έγιναν δριμύτερες καθώς η κοινή γνώμη άρχισε να λειτουργεί με ένα είδος επιλεκτικής μνήμης απωθώντας γεγονότα και εμμένοντας στις έριδες. Μέχρι σήμερα εκλείπει ένας αντικειμενικός απολογισμός για το Βιετνάμ – και ως εκ τούτου και η ικανότητα να αντλήσουμε διδάγματα από μια εθνική τραγωδία την οποία η ίδια η Αμερική προξένησε στον εαυτό της. Έτσι, το Βιετνάμ έχει γίνει η μαύρη τρύπα στην αμερικανική ιστορική μνήμη.
Η ουσία της τραγωδίας στο Βιετνάμ ήταν το ρήγμα ανάμεσα στον αμερικανικό ιδεαλισμό, στην αντίληψη που είχαμε για εμάς ως έθνος που είχε την παγκόσμια αποστολή του, και την ολοένα και μεγαλύτερη ανάμειξή μας σε έναν κόσμο ισχύος. Το να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα σε αυτές τις αντιφατικές συνθήκες δεν είναι απλό ζήτημα, και όσοι διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική ήρθαν κατά τη διάρκεια της αμερικανικής ιστορίας αντιμέτωποι με αυτό το πρόβλημα. Είναι πιθανόν και να μην επιλυθεί ποτέ, αλλά ο μόνος τρόπος να το κατορθώσουμε θα είναι να αποκτήσουμε αρκετή εμπιστοσύνη στους εαυτούς μας για να αντιμετωπίσουμε ευθέως τα ζητήματα εκείνα που παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας.
Κάτι τέτοιο ακόμα δεν έχει συμβεί.
Ο Πόλεμος του Βιετνάμ αποτελείται από δεκατέσσερα κεφάλαια που αποτελούν ανασύνθεση άλλων κειμένων που μέχρι τούδε έχουν δημοσιευτεί σε τέσσερεις εκτενείς πραγματείες: πρόκειται για τους τρεις τόμους των απομνημονευμάτων μου και της μελέτης μου Διπλωματία. Αναδιαμόρφωσα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έγραψα εξαρχής τα κείμενα προκειμένου να προκύψει μια συνεκτική αφήγηση, ενώ άλλες φορές επενέβην στην αφήγηση για να αφαιρέσω τον προσωπικό τόνο των απομνημονευμάτων και να δώσω με αυτόν τον τρόπο μια πιο γενική καταγραφή της περιόδου, με ένα συνδετικό κείμενο όπου χρειαζόταν ή και νέες πληροφορίες.
Ο σκοπός, κατά την ανάληψη αυτού του εγχειρήματος, δεν είναι να προκύψει μια αναχρονιστική περιγραφή του εθνικού διαλόγου της προηγούμενης γενιάς, αλλά να δώσω στη νέα γενιά –ευτυχώς ανεπηρέαστη από τα πάθη του παρελθόντος– μια ιστορική καταγραφή, με την οποία θα έχει την ευκαιρία να σχηματίσει μια σαφή γνώμη για το πώς μια ομάδα Αμερικανών ηγετών αντιμετώπισε και προσπάθησε να υπερβεί μια τραγική εθνική εμπειρία. Όπως συμβαίνει με όλα τα αυτοβιογραφικά είδη, η αφήγηση αυτή δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από μια προσωπική έπαρση που αισθάνεται κανείς όταν ο ίδιος έχει υπάρξει μέρος των γεγονότων και που προφανώς δεν θα έπραττε όπως έπραξε αν δεν θεωρούσε ότι πράττει με γνώμονα το ορθό και το δίκαιο. Αναφέρομαι βεβαίως και σε αποφάσεις και ενέργειές μου για τις οποίες έχω πλέον κάποιους ενδοιασμούς. Σε κάποια κεφάλαια, έχω παραθέσει υποσημειώσεις για βιβλία όπου εκφράζεται μια διαφορετική άποψη. Αυτά τα έργα έχουν τη δική τους βιβλιογραφία.
Η συζήτηση για το Βιετνάμ δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα οριστικές απαντήσεις. Η κυβέρνηση που έθεσε τέρμα στον πόλεμο με αφηρημένο και γενικόλογο τρόπο, έχοντας απέναντι τα μέσα ενημέρωσης και την αντιπολίτευση της Γερουσίας, εστίασε στον γεωπολιτικό σχεδιασμό τον οποίον υπαγόρευε το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον. Οι επικριτές υπεραμύνονταν της άρνησής τους να συσχετίσουν τις ηθικές τους εξαγγελίες με μια αποτελεσματική στρατηγική στην οποία θα αντικατοπτριζόταν η ευθύνη της Αμερικής για τη διατήρηση της ειρήνης και της παγκόσμιας τάξης. Οι κυβερνήσεις είχαν κάποιες ιδέες και αντιλήψεις αλλά όχι την εθνική συναίνεση. Οι επικριτές είχαν εμμονή με την ανάλυση. Με το σκάνδαλο Watergate έσβησαν και οι τελευταίες ελπίδες για μια έντιμη έκβαση του πολέμου. Για μοναδική φορά κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η Αμερική εγκατέλειψε στην επερχόμενη κομμουνιστική αρχή έναν φίλιο λαό, ο οποίος είχε βασιστεί σε εμάς και εξακολούθησε να μάχεται όταν διακόψαμε την αποστολή βοήθειας. Η εσωτερική διχόνοια δεν τελείωσε γρήγορα. Επί μεγάλο διάστημα πληρώναμε το τίμημα της διάστασης που δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο, και που τώρα φαίνεται κάτι τόσο μακρινό.
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, η Αμερική βρίσκεται ακόμα μια φορά μπλεγμένη σε έναν πόλεμο – κι αυτή τη φορά η φύση της απειλής είναι ξεκάθαρη. Αν και η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται απαράλλακτη, υπάρχει τουλάχιστον ένα δίδαγμα το οποίο μπορούμε να συναγάγουμε απ’ αυτές τις σελίδες: η Αμερική δεν πρέπει να επιτρέψει ποτέ ξανά να υπερκεραστούν οι δεσμεύσεις της από τις εσωτερικές διχόνοιες.
Ο αναγνώστης θα μαγευτεί από τα αποσπάσματα που παρατίθενται αυτούσια, καθώς μέσα απ’ αυτά αναβιώνουν οι καθημερινές, προσωπικές αψιμαχίες του Kissinger με τους Βορειοβιετναμέζους γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων του Παρισιού. Γενικά, η αφήγηση του Kissinger για το εγχείρημα της Αμερικής στο Βιετνάμ, καθώς και για το ρόλο που ο ίδιος έπαιξε στο ναυάγιο, είναι ακριβής, επαρκώς τεκμηριωμένη και δοσμένη με δεξιοτεχνία.
Publishers Weekly
Ο συγγραφέας με την εξαιρετική γνώση του επί του θέματος παραμένει σχετικά αντικειμενικός στην προσπάθειά του να καταγράψει και να ερμηνεύσει γεγονότα από «μια μαύρη σελίδα της αμερικανικής ιστορίας». Κατά την άποψή του, το πρόβλημα με τον Πόλεμο στο Βιετνάμ τότε που ανέλαβε την προεδρία ο Νίξον δεν ήταν το αν θα έπρεπε να απεμπλακεί η Αμερική απ’ αυτόν -όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου ήθελαν να το κάνουν-, αλλά το πώς θα γινόταν αυτό. Ο πόλεμος που είχε ξεσπάσει στο εσωτερικό της χώρας έφερε στο φως τη διάσταση που υπήρχε ανάμεσα στον αμερικανικό ιδεαλισμό και στο ρεαλισμό που χαρακτήριζε τα παιχνίδια ισχύος σε διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με το συγγραφέα, το δίδαγμα του Βιετνάμ -μιας τραγωδίας που περιγράφεται σε αυτές τις σελίδες- είναι πως η Αμερική δεν πρέπει ποτέ ξανά να αναλάβει δεσμεύσεις τις οποίες δεν μπορεί να εκπληρώσει. Πίσω από τη λογοτεχνική πρόζα του Kissinger οι αναγνώστες δε θα δυσκολευτούν να αντιληφθούν ότι το συγκεκριμένο βιβλίο αξίζει μια θέση στην Ιστοριογραφία του Πολέμου του Βιετνάμ.
Booklist
Ο Kissinger γεννήθηκε στη Γερμανία από γονείς εβραϊκής καταγωγής, οι οποίοι το 1938 διέφυγαν στις ΗΠΑ υπό την απειλή του ναζιστικού καθεστώτος. Αρχικά ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία στο Harvard, αλλά παράλληλα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες και επιτροπές που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Henry Alfred Kissinger διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας επί προεδρίας Νίξον. Έχει επίσης τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης το 1973 για τη συνεισφορά του στη διεκπεραίωση των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ, με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας και το Μετάλλιο της Ελευθερίας. Η αμφιλεγόμενη σταδιοδρομία του σημαδεύθηκε από την επιτυχημένη διπλωματική προσέγγιση της Κίνας, την αναθέρμανση των σχέσεων των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ, αλλά και από μια σειρά μη δημοφιλών πολιτικών πρωτοβουλιών, όπως την υποστήριξη της δικτατορίας στη Χιλή και την ανοχή της τουρκικής επέμβασης στην Κύπρο. Έχει γράψει πολλά βιβλία, όπως το «Does America Need a Foreign Policy - », το «Years of Renewal» και το «Διπλωματία». Ο Kissinger σήμερα είναι πρόεδρος της Kissinger Associates Inc., μιας διεθνούς συμβουλευτικής εταιρείας.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Mε την ιδιότητα του διευθυντή της "Washington Post" στη Βαγδάτη, ο Chandrasekaran είναι κατά πάσα πιθανότητα ο άνθρωπος που πέρασε περισσότερο χρόνο από...
Κίνητρο για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου υπήρξε η βαθιά πεποίθησή μου, και μάλιστα από πολλά χρόνια πριν, ότι οι ΕΞ καταδικάστηκαν άδικα για κάτι που...
Με το τραύμα των συνθηκών που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Β΄ ΠΠ δεδομένο, την επαύριον της λήξης του, πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές ηγεσίες παγκοσμίως...
Πολλοί συγγραφείς έχουν γράψει τι πιστεύουν ότι συνέβη -ή τι θα έπρεπε να είχε συμβεί- στο Βιετνάμ, αλλά ο Henry Kissinger ήταν εκεί, στο επίκεντρο των...