Ο χρόνος σύντροφος στη μοναξιά
Άπειρες νύχτες, άπειρες στιγμές
κομμάτια του χαμένου χρόνου.
η μοναξιά υψώνεται
διαβαίνει ένα κατώφλι
και περνά
τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει
ούτε αυτή η ανταύγεια της θαλάσσης
«Δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις
να με καταλάβεις»
Μιλούσα για τη θάλασσα
α, ναι!
η θάλασσα μπορεί.
ο χρόνος· τόσο πολύς και τόσο λίγος
χθες βράδυ του μιλούσα και με άκουγε με προσοχή.
μασούσε ένα κούτσουρο ξύλο
–βαδίζοντας με αυτόν τον ζεστό και ιδιαίτερο τρόπο
στο μετά–
και με άκουγε
έπιασα φιλία με τον χρόνο,
τον έκανα σύντροφό μου,
κοινωνό της μοναξιάς μου.
μόνος εγώ, μόνος κι ο χρόνος.
κατάμονοι.
σαν τις καρδιές των παιδιών στα Εξάρχεια.
μόνες, αντιμέτωπες με το χρόνο.
να τον πάνε –με τη βία–
ένα βήμα πιο κάτω
στο πολυτεχνείο ή αλλού
στο μετά, για να μεγαλώσουν
Ο χρόνος προχωρεί δυσφορώντας
σαν να τον σέρνουν
γεμίζει με κενά, αδειάζει από ουσία…
και τότε
ποιος είδε το χρόνο και δεν τον φοβήθηκε;
ίσως η μοναξιά, θα πω − θα πεις.
μα αυτή δε φοβάται· φοβίζει·
τον χρόνο, γιατί δεν τον έχει ανάγκη,
και όλους τους άλλους
που δεν την έχουν γνωρίσει ακόμη αληθινά
εμένα.