Το 1935, ο Κωστής Παλαμάς γράφει, με τη χαρακτηριστική, διαυγή κριτική ματιά του, στα Νέα Γράμματα τη γνώμη του για την τρέχουσα παραγωγή, τους αγαπημένους του ξένους συγγραφείς και ποιητές, τη «συγγένεια» της ξένης δημιουργίας με την ελληνική, καθώς διαφωνεί με τον όρο «επίδραση». Μιλώντας για τη συγγένεια, καταλήγει στη μετάφραση της ποίησης, συνδέοντας άμεσα τις επιλογές των ποιητών-μεταφραστών με τη δική τους ποιητική και σχολιάζοντας έτσι υπόρρητα τον κύκλο της δημιουργίας που η μετάφραση ανασχεδιάζει στις γλώσσες και τους πολιτισμούς. Αυτή η λειτουργία της μετάφρασης είναι όμως μία από τις πολλές που τη συνδέουν με τη μνήμη των κειμένων, όπως συγκροτείται μέσα στις ίδιες τις μεταφράσεις, και διακινεί και συγκροτεί την πολιτισμική μνήμη των κοινωνιών. Η μετάφραση της ποίησης, της λογοτεχνίας, αλλά και του δοκίμιου και της επιστήμης. Υπάρχει ένας μνημονικός δεσμός που φτιάχνεται και ξαναφτιάχνεται με τη μετάφραση, ένας δεσμός όπου η μνήμη του μεταφραστή συναντιέται με τη μνήμη του κειμένου, της εποχής του, της υποδοχής του, της επιβίωσής του, της αντήχησής του. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινά και η νέα σειρά μεταφρασμένης ποίησης από τα Ποιητικά και τις εκδόσεις Γκοβόστη: με την επίγνωση ότι η μνήμη λειτουργεί πάντα στην υπηρεσία παροντικών στοχεύσεων και η μετάφραση παράγει αποτελέσματα παρόντος αλλά και μέλλοντος.
Διαλέγεται έτσι το κείμενο του Παλαμά με το απόσπασμα από το βιβλίο της Δημητρούλια για τη μετάφραση ως μνήμη. Λειτουργεί το ίδιο το κείμενο του Παλαμά σε επίπεδο μνήμης του λογοτεχνικού πεδίου και των όρων συγκρότησής του σε μια εποχή. Συνομιλεί με τον τρόπο αυτόν με το πρώτο κείμενο του τεύχους, που αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη πτυχή του ποιητικού πεδίου, τη σχέση της ποίησης με την ουτοπία και την κοινωνική χειραφέτηση, αλλά και με το πέπλο της σιωπής που καλύπτει σήμερα την ποίηση στα ΜΜΕ, καθώς οι νόμοι της οικονομίας την εξορίζουν από την πόλη, όπως έκανε κάποτε κι ο Πλάτωνας. Όχι μόνο γιατί δεν είναι επικερδής, ωστόσο. Κυρίως, επειδή είναι εγγενώς επικίνδυνη και απειλητική για την καθεστηκυία τάξη.
Μα είναι ενιαία η ποίηση, θα αντιτάξει κάποιος, και είναι πάντα επικίνδυνη; Φυσικά και όχι. Ούτε ενιαία είναι, ούτε πάντοτε απειλητική. Ας συμφωνήσουμε όμως εδώ ότι μιλάμε για την ποίηση και όχι για τα ομοιώματά της και τα απλά στιχάκια. Ας σταθούμε στη λειτουργία της σε σχέση με τον λόγο και την ανανέωσή του, που οδηγεί στην ανανέωση του βλέμματος και της εικόνας και της αίσθησής μας για τον κόσμο, όπως διατείνεται ο Jean-Baptiste Para, αντλώντας επιχειρήματα από μεγάλους ποιητές του ρομαντισμού και του μοντερνισμού. Μιλάει ο Shelley για μια αστραπή που δεν έχει βρει ακόμη καλό αγωγό για να εκδηλωθεί, να λάμψει. Θυμόμαστε τον Σολωμό και τον νιο που γνωρίζει τον εαυτό του σε μια έκλαμψη, στο φως που αστράφτει ξαφνικά τη στιγμή του ύστατου κινδύνου. Ο κίνδυνος εδώ αφορά τη γλώσσα, τον λόγο, τη σκέψη, την αίσθηση, την πρόσληψη του κόσμου και την ανταπόκριση σ’ αυτόν. Κι η ποίηση έρχεται ως φάρμακο στην αλλοτρίωση και την εντροπία. Παρά τη σιωπή, την επίμονη αυτή σιωπή που την σκεπάζει. Και κάποιοι την ερμηνεύουν ως δική της αδυναμία, ως δική της έκπτωση και ανεπάρκεια.
Όλα είναι ζήτημα ερμηνείας. Κι ο ερμηνεύων καταθέτει αναπόδραστα στην ερμηνεία του και την προσωπική του τοποθέτηση, τη ματιά, την οπτική του. Ο καλός ποιητής Νικόλας Ευαντινός κουβεντιάζει, σε ένα πρόσφατο κείμενό του, με τον Para χωρίς να τον έχει διαβάσει και ο διάλογός τους λέει πολύ περισσότερα από όσα τα κείμενά τους καθαυτά
Μιλώ για το άλλο, το αληθινό ποιητικό άσυλο. Το μόνο που στα αλήθεια υπάρχει. Εκείνο εντός του οποίου η ανθρώπινη δημιουργικότητα γεννά δημιουργήματα. Το ποιητικό άσυλο που χτίζουμε και γκρεμίζουμε με τις επιλογές και τις στάσεις μας καθημερινά, ως άλλο γιοφύρι της Άρτας –και που πλέον το ξεθεμελίωμά του μοιάζει να υπερτερεί και να κινείται ταχύτερα της θεμελίωσης του. Το ποιητικό άσυλο, εκείνη η ου-τοπία, όπου η ανθρώπινη δημιουργία, «φαντασιοφλογισμένη» και «αξαφνοσπαρμένη» δημιουργεί μέσα από τον λόγο, τον ρυθμό, την κίνηση, την τεχνολογία και κάθε άλλο μέσο εικόνες, μνήμες, ιδέες. […] Το ποιητικό άσυλο, ο ασύλητος ου-τόπος της ανθρώπινης επινοητικότητας και δημιουργίας. Αυτός ο τόπος δέχεται επίθεση. Όχι επίθεση. Απανωτές επιδρομικές καταδρομές.[1]
Καλό φθινόπωρο. Ας γιορτάσουμε τη μέρα της μετάφρασης. Ας αντισταθούμε ποιητικά στο σκοτάδι γύρω μας και μέσα μας.
ΣΕΛΙΔΕΣ: 32 , ISSN: 1792-8877, ΣXHMA: 24,5×34,5 cm
Τιμή: €5,00, Ετήσια συνδρομή: €20,00
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Αποτιμήσεις όσον αφορά στη θέση συγκεκριμένων συλλογών, αλλά και του συνολικού ποιητικού έργου Ελλήνων και ξένων στην ιστορία και την τρέχουσα πραγματικότητα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η ποιητική παραγωγή, ελληνική και ξένη, μέσα από τα ποιήματα καθαυτά, σε ένα πλαίσιο που επιδιώκει να προβάλει τόσο τη συνέχεια όσο και τη ρήξη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ο δημιουργός στη σχέση του με τον κόσμο και τις λέξεις.
ΣΕΛΙΔΕΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύντομες παρουσιάσεις ποιητικών βιβλίων, σε μια προσπάθεια ανοίγματος του περιοδικού σε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της ποιητικής παραγωγής.
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
Ανθολόγηση ποιημάτων από δημοσιευμένες συλλογές.
EDITORIAL
Κωστής Παλαμάς
Απόκριση σε κάποια ερωτήματα
Στον κύριο Ροδίτσα που μου έκαμε την τιμή να με ρωτήσει επάνω σε οχτώ θέματα σχετικά με τη δική μας και τη διεθνή λογοτεχνία αποκρίνομαι όπως όπως κι όσο μου είναι δυνατό να γνωρίζω, γιατί από τα ρωτήματα τούτα οι λεπτομέρειες πολλών καθώς θα τις ήθελε ο ερωτητής, μου διαφεύγουν.
[…]
Η γνώμη μου για τη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία και για την πιο πρόσφατη, θα είναι δύσκολο να ξεδιπλωθεί, καθώς μου τη ζητάτε, όσο κι αν συνοπτική την ελπίζετε. Περασμένος, φοβούμαι μήπως οι συμπάθειές μου στέκονται στα περασμένα περισσότερο, μήπως παραλείπω νέα πρόσωπα άξια να μνημονευθούν, όμως ασυμπλήρωτα στην παραγωγή τους και δύσκολα καθώς είναι να προσωπογραφηθούν, δύσκολα και ν’ αναφερθούνε χαρακτηριστικά. Την πιο πρόσφατη προκοπή της λογοτεχνίας μας την αποτελεί ένας πλουτισμός της διηγηματογραφίας πάντα στη ζωντανή γλώσσα, καθώς το δείχνει το μαζί ξαφνικό και καλλιτεχνικό καλυτέρεμα της μυθιστορίας που είναι ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς, ο Καστανάκης, ο Τερζάκης, ο Πετσάλης, ο Βενέζης∙ την κατέχουν ζωηρά τη μνήμη μου, κι αν τώρα εδώ τους αραδιάζω αμελέτητα στη γραμμή, αξίζει καθένας τους, ίσως και με άλλους που δε μου έρχονται στη θύμηση, ξεχωριστά ιδιαίτερα σημειώματα για να ξεσκεπαστεί του καθενός ιδιάζουσα και όχι όμοια στ’ ανάστημα η όψη. Ένα τόμο διηγημάτων παρ’ όλη τα βραχυλογία τους δραματικά ωραίων ευτύχησε να γράψει μια γυναίκα, η Τατιανή Σταύρου. Και του γυναικείου πνεύματος η γόνιμη ορμή γενικότατα ξεχωρίζει στον ποιητικό λυρισμό, καθώς το δείχνουν ονόματα που τώρα έρχονται στη θύμησή μου γνωριμότερ’ ανάμεσα σ’ άλλα, και που είναι η Πολυδούρη που τη δόξασε ο θάνατός της, η Θεώνη Δρακοπούλου, η Αιμιλία Δάφνη, η Λιλή Ιακωβίδη, η Αθηνά Ταρσούλη, ξεχωρισμένη και στην πεζογραφία και τόπων και προσώπων, που είναι ο Μωριάς και μια ρομαντική στη θλιβερή ζωή της για τη ζωγράφο την Αλταμούρα, βιογραφία. Εξαιρετικά δείγματα ψυχών που είναι κοντύτερα στην ευαισθησία τη θηλυκιά και που ζητάνε να τ’ αρμονίσουν τα λυρικά κατορθώματα της μαεστρίας από δασκάλους ή από πρωτόσχολους σαν το Βλαστό, το Γρυπάρη, το Μαλακάση, τον Πορφύρα, τον Παπαντωνίου, τον Τσιριμώκο, το Βάρναλη, τον Καρυωτάκη, τον Αθάνα και τους άλλους.
Το 1934 φάνηκε Ο διθύραμβος του Ρόδου, ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, που για κείνους που θεωρούν και που πιστεύουν την ποίηση μυστική και σιβυλλική εικονογραφία κάνει το ποίημα τούτο χάρισμα ασύγκριτο μπροστά στην άλλη ποικιλώνυμη εσοδεία των στιχουργημάτων του χρόνου τούτου και ικανή να πλουτίσει την ποίησή μας μοναδικά και αξιοζήλευτα. Το ποίημα του Σικελιανού συνεχίζει με το μύθο και με την ποίηση την πρωτοβουλία και την ενέργεια που έλαβε ο ποιητής του στην πράξη για την εξέλιξη και την πραγματοποίηση της δελφικής ιδέας. Το ποίημα τούτο που η συμβολική του γλώσσα και παράσταση παρ’ όλη την παιανική του διθυραμβική και δραματογραφική λαμπρότητα που του δίνει ο στίχος και η γλώσσα απελπίζει όσους είναι προσοικειωμένοι με την αφέλεια και με τη λαϊκότητα του Λόγου και σ’ αυτή τη λεπτεπίλεπτη και την αριστοκρατική ονομαζόμενη τέχνη. Ευτυχώς τα πεζά σημειώματα του ποιητή και τα σοφά κριτικά επιλεγόμενα του κ. Τάκη Δημοπούλου βοηθούν και οπωσδήποτε διαφωτίζουν την ερμηνεία στον αναγνώστη που ενδιαφέρεται. […]
Με ρωτάτε ποιες είναι οι μεγάλες μου φιλολογικές συμπάθειες για τη Δύση. Πώς είναι δυνατό να σταματήσω με ατομικιστική προσοχή σ’ ένα κόσμο που όλο γυρίζει περικυκλώνοντάς μας ο τεράστιος όγκος του φέρνοντας το δισταγμό, την αμφιβολία και τον ίλιγγο σε όποιο προσπαθεί να σταματήσει εκεί εξαιρετικά κι αποφασιστικά τη ματιά του; Θα ήτανε σα να επιχειρούσα μέσα σε μια βαρκούλα να περνούσα το γύρο του κόσμου. Βέβαια οι νέοι καιροί και οι στενοθώρητοι κύκλοι με τα εποικοδομητικά τους μαθήματα στη μυριοπρόσωπη κίνηση και την πολλαπλή τέχνη τους είναι για τον κριτικό παρατηρητή πλούσια θέματα. Μα μη λησμονείτε κι εδώ πως είμαι περασμένος και πως τρέχω σε κίνδυνο να σταθώ σε ήρωες που όσο κι αν ακούστηκαν, το άκουσμά τους, θα είναι λιγότερο ηχητικό, αν δεν αφανίζεται η αντοχή του μέσα στα πανηγυρικά καμπανίσματα της σημερινής ώρας. Πώς να τονίσω τώρα πως οι μεγάλες μου συμπάθειες και οι μοναδικοί θαυμασμοί περιορίζονται λ.χ. σε άγγλους μυθιστοριογράφους σαν τη Γεωργία Έλιοτ και το Θωμά Χάρντυ και σε ποιητές σαν το Swinburne τώρα που το αγγλικό μυθιστόρημα παρουσιάζει πολλούς έξοχους αντιπρόσωπους και αρσενικούς και θηλυκούς και χορούς ποιητών αγνώριστους από με, χωρίς να μου χαμογελάσουν ειρωνικά οι σημερινοί αγγλοσπούδαστοι; Ή πώς να μην πιστεύω πως η μεγαλοφάνταστη Τριάδα που λέγεται Τολστόι, Τουργκένιεφ και Δοστογιέφσκι φτάνει και σήμερα να λαμπρύνει το στερέωμα του τετράπλατου πνευματικού ουρανού της Ρωσίας; Και ότι μια ξεχωριστή μου συμπάθεια μου βλάστησε μεστή από τον προφητικό ισχυρισμό ενός ρώσου φιλόσοφου, του Berdiaef, για το βιβλίο του που επιγράφεται Ένας νέος μεσαίωνας και το αποτελούνε «Στοχασμοί, καθώς τους λέει, για τα πεπρωμένα της Ρωσίας και της Ευρώπης;» Πραγματεύεται την ιδέα πως μ’ όλη της την εσώψυχη πορεία έχει ενσκήψει κυβερνήτρα απάνου κι από την ιστορική Αναγέννηση και τον αγνωστικό μοντερνισμό και τη φιλοσοφική φιλελευθερία κι από την εξέλιξη κι από τη νομιζόμενη πρόοδο ένας συνολικός θεοκρατισμός, μια ή θεολατρεία ή σατανισμός που μας πάει προς το μεσαίωνα;
Στη Γερμανία ο Χάουπτμαν ήρθε στιγμή που θρονιάστηκε στο θαυμασμό και των νέων στα χρόνια που δημοσιεύαμε το επαναστατικό περιοδικό της Τέχνης. Βαθμηδόν τον βλέπαμε να κυριαρχεί με τα δράματά του στο θέατρο. Μα η στέρεα βασιλεία του μεγάλου ήρθε σ’ εμέ από την εξάτομη μνημειακή ιστορία της φιλοσοφίας και της ζωής του Νίτσε από τον γάλλο τον Andler. Και υστερότερ’ ακόμα από την τρίτομη νέα γαλλική έκδοση του Γκαίτε και του Σίλλερ με το θαυμαστό μελετητικό πρόλογο του Lucien Herr. Αλλ’ από τη θαυματουργή προσήλωση των διανοητικών γάλλων χαράχτηκε στο δικό μου νου το δίπτυχο εικόνισμα των γερμανών ποιητών, του Ρίλκε, και δυνατότερο του Στέφαν Γιόργκε που ο θάνατος και τους δυο τους παρέδωσε ολοζώντανους στην αθανασία.
Από τους ιταλούς ο Γαβριήλ Δανούντσιο που όταν ήρθ’ εδώ σ’ εμάς τόνε πανηγυρίσαμε, παραμένει ο πιο μεγάλος ιταλός ποιητής με τον Καρντούτσι και με τον Πάσκολι και με τον πρεσβύτερο όμως ισότιμο το Λεοπάρδι που τελευταία μας ξάνοιξε τη ζωή του και κείνη του Φώσκολου, μια ιταλομαθημένη κυρία, η Μαριέττα Μινώτου. Μα της τελευταίας ώρας το ισάξιο μνημείο Ζωντανός ο Δάντης σμιλεύθηκε από μεγάλο, συγχρονισμένο με τη θεοκρατική κοσμική ώρα τούτη, από το Γκιοβάνι Παπίνι. Στην αρχή πραγματιστής φιλοσοφικός ο Παπίνης, μαθητής του αμερικανού William James και αργότερα μόλις είχε γράψει την Ιστορία του Χριστού γυρισμένος ανεπιφύλακτα στον καθολικισμό. Ο θαυμασμός μου προς τον Παπίνη δε μ’ εμποδίζει να κλίνω ταπεινά τα γόνατα διαλαλώντας τη μεγαλοσύνη τους σε δυο ασύγκριτους για μένα ιταλούς, στον ιστορικό Γουλιέλμο Φερέρο και στο φιλόσοφο Μπενεντέτο Κρότσε που συχνά πυκνά, μάλιστα ο πρώτος, μας στέλνουν τα διδάγματά τους από την εξορία.
Όποια κι αν φέρνουν αλλάσματα οι διαδοχές κι οι μεταβολές των φιλολογικών Σχολών κι εργαστηρίων στη Γαλλία, πάντα υπέροχα για μένα στέκουν του θείου Λαμαρτίνου και του ισόθεου στο πλάι του Βίκτωρ Ουγκώ τα έργα. Ο μεγάλος βέλγος Βεράρεν αναφέρει σ’ ένα του ύμνο τριαδικά: Δάντης, Σαιξπήρος και Ουγκώ μεγαλώνουν τους αιώνες. Στους τωρινούς καιρούς την υπεροχή, λατρευόμενοι σε θρόνους βασιλικά, ανάμεσα σε γάλλους ποιητές μύστες του «Χριστοκρατικού ιδεαλισμού» καθώς τον ονομάζω, ύστερ’ από την αντίθεση του φιλοσοφικού ποζιτιβισμού και του υλισμού, δυνατών ποιητών και πεζογράφων, καθώς λ.χ. ο Λεκόντ Δελίλ και ο Φλωμπέρ και φιλόσοφων αριστοτεχνικών και διανοητών υποδειγματικών σαν τον Ρενάν και τον Ταιν, ακμάζουν δύο υπέροχοι τιμώμενοι κι εξυμνούμενοι ποιητές, ο Παύλος Βαλερύ και ο Παύλος Κλωντέλ. Πρέπει να τους σημειώσω. Μα στον ποιητικό μου τον οργανισμό τίποτε δεν ελαττώνεται, δεν κατεβαίνει από τα ύψη των δύο κορυφαίων του ρομαντισμού που παραπάνω ονόμασα. Την ποίηση του Βαλερύ που είναι μαθητής και τελειωτής του Μαλλαρμέ τη βλέπω αξιοθαύμαστη. Μα όταν είναι ανάγκη να αναφέρω υποδειγματικά της πρότυπα, δυσκολεύομαι να τα αισθανθώ. Κι ακριβέστερ’ από την τέχνη του σημειώνω, για να συλλάβω ποια την υπεροχή του, αντίθετα με κείνους που θα τον νομίζουν αποκλειστικό και υπεροπτικό, μέσα στην εύλογα δυσκολοσύγκριτη πρωτοτυπία της δημιουργίας του, σημειώνω με πόση τιμή και με πόση ευγένεια κατατάσσει στους αξιομνημόνευτους συναδέλφους του, εκτός του διακριτικού όγκου που δίνει της μαεστρίας του Ουγκώ, στους ποιητές που είναι (αυτά σ’ ένα λόγο που τον είπε για τα εγκαίνια τελετής για την προτομή του Βεράρεν στα 1928) στους ποιητές που είναι ο Γεώργιος Rodenbach, ο Κάρολος Van Lerberghe, ο Maurice Maeterlinck και ιδιαίτερα η τιμητικότατη παραβολή που κάνει στο Βεράρεν και στο Moréas που δεν παραβάλλονται, τόσο είναι διαφορετικοί, καθώς θα ήταν εδώ οι πιστοί του Απόλλωνα κι εκεί οι οπαδοί του Διόνυσου, μα και οι δυο χαριτωμένα συμπεραίνει «se rencontrent à l’ infini». Κι ο άλλος ο Paul Claudel όσο κι αν εξετάζεται από τους πιο δυναμωμένους στη διανοητικότητα κι αποθαυμάζεται και ανομολογείται πως είναι ο altissimus ποιητής της Γαλλίας ύστερ’ από το Βίκτωρα Ουγκώ, ο ποιητής ο έξοχα και θρησκευτικά και λογοτεχνικά καθολικός, ο άλλος πόλος των διανοητών του προπερασμένου και του περασμένου αιώνα των ελευθερόφρονων θεϊστών και των υλιστών, πώς θέλετ’ εγώ ο γερασμένος πια κι αμαρτωλός από το γνώρισμα κι από την αγάπη των μουσοπόλων με τα σεπτά ονόματα, να σκύβω και να διαβάζω με απάθεια κι ενθουσιαστικά τα λόγια αυτά από το Δοξαστικό των Πέντε μεγάλων Ύμνων του; «Η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριον. Μείνε μαζί μου, Κύριε, γιατ’ η βραδιά πλησιάζει και μη μ’ εγκαταλείπεις. Στο χαμό μη με δίνεις με τους Βολταίρους, με τους Ρενάν, με τους Μισελέ, με τους Ουγκώ, και με όλους τους άλλους άνομους! Η ψυχή τους είναι με τα ψόφια σκυλιά, τα βιβλία τους είναι με την κοπριά. Είναι νεκροί, και τ’ όνομά τους ακόμα κι ύστερ’ από το θάνατό τους, φαρμάκι και σαπίλα!»
Θα ηθέλατε να πάρετε, έστω και μισή, κάποιαν ιδέα για τη συγγένεια που μπορεί να διαφαίνεται της επιρροής της δυτικής τέχνης μέσα στη δική μας παραγωγή. Πάντα είν’ αδύνατο να λείπει αυτή κι από τα κυριότερα είδη της τέχνης, από τη μυθιστορία, το θέατρο, το λυρισμό, και που δείχνει την προοδευτική τάση στους άλλους και το χειροτέρεμα στους μέτριους. Ό,τι ονομάζουμε και άκριτα και καταχρηστικά επίδραση άλλοτε μπορεί να μας δίνει επεξηγηματικό νόημα της αξίας κάποιου από τους δικούς μας, άλλοτε να μας φανερώνει τις αδυναμίες του. Άλλοτε οι Στροφές του Μωρεάς βρίσκανε σχεδόν μεταφραστές όλους τους ονομαστότερους ποιητές μας. Τώρα μας κινεί τη δοκιμή κάποιος πολύ δύσκολος αντίζηλος. Ο Βαλερύ. Έχει κι αυτός αραιότερους, φυσικά, τους μεταφραστές του. Ένας μάλιστα δοκίμασε να μεταφέρει κι ολόκληρο ποίημά του την Πυθία σ’ ευτυχισμένους στίχους και σε κριτικά σημειώματα. Ένας ποιητής μας από τους εγκριτότερους, ο Μάρκος Τσιριμώκος, εκυκλοφόρησε τελευταία αξιοσπούδαστη μεταφραστική εργασία από τα πιο φημισμένα ποιήματα του Γκαίτε, καθώς είναι η Ελεγεία του Μαρίεμβαδ , από τους Ορφικούς Στίχους του Λεκόντ Δελίλ κι από ολάκερη σειρά του Βεράρεν που συνταιριάζει τη λεπτεπίλεπτη αισθαντικότητα με τη λυρική μεγαληγορία. Όμως το πιο καλοπρόσδεχτο σε μας έργο του ως την ώρα τούτη είναι η Ποιητική Τέχνη του που ο κριτικός γνωρισμένος άλλοτε σε μας Ραμάς ξαναδείχνεται με γνωστική και τεχνικότατη περιωπή και μας δίνει με μοναδική σαφήνεια και στοχαστική επικαιρότητα, σπάνια και στην αλλοδαπή ανάλογη κίνηση, το δυσκολοπρόβλητο θέμα που ανάλαβε να μας αναπτύξει. Σε δυο μέρη εκτείνεται η πραγματεία του. Το πρώτο μέρος γενικότατο στην επιβολή του και αρτιότατο. Το δεύτερο με ίση προσοχή αναφέρει και τα πρόσωπα που την αποτελούν την αξιοπρόσεχτη ποίηση, αλλά το μέρος τούτο αναφέρεται και σε πρόσωπα που μερικά όσο κι αν ενδιαφέρουν είναι οπωσδήποτε διαφορετικά στην εντύπωση τούτου ή εκείνου.
(περ. Τα Νέα Γράμματα, χρόνος Α΄, Αριθμός 1, Γενάρης 1935).
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Τα «Ποιητικά» φιλοξενούν εξαρχής με χαρά τη μεταφρασμένη ποίηση και, με το βραβείο που θεσπίζουν, αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου,...
Στον απόηχο της πολλαπλής, συστημικής κρίσης, των πολέμων που πολλαπλασιάζονται, της βίας που αυξάνει εκθετικά σε όλα τα επίπεδα, της συστηματικής απαξίωσης...
Δεν είναι εύκολη η συλλογή για την κριτική, ειδικά την ώρα του ποιητικού γεγονότος, είναι γνωστό. Κι ένα περιοδικό δεν έχει μόνο μια φωνή, αλλά πολλές....