Των Αγίων Πάντων

Των Αγίων ΠάντωνΣυγγραφέας: Παπαγεωργίου Γ. Κώστας

9,00€7,20€

¶μεσα διαθέσιμο

[…] Η γραφή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου αποδεικνύεται έμπειρη και εύστοχη. Παρά τη γλωσσική αυτοσυγκράτηση –οι πιο ερεθιστικές σκηνές αποδίδονται με έντεχνες περιφράσεις– η ένταση του εφηβικού αισθησιασμού μεταδίδεται και στον κορεσμένο ακόμη αναγνώστη. Την ένταση των αισθησιακών συγκινήσεων συνδαυλίζουν και παροξύνουν ο φόβος, η ντροπή και η αμηχανία του παιδιού που μυείται στο σεξ μέσα σε μάλλον αφύσικες συνθήκες. Ο αισθησιασμός εξάλλου είναι διάχυτος, απλώνεται σε όλη τη συνοικία, και δένει αντιστικτικά με το κλίμα της φοβίας και της τρομοκρατίας που μαζί με τη μιζέρια και το ακατάσχετο κουτσομπολιό δεσπόζουν στο μικρόκοσμο τον οποίο ορίζει η αφήγηση.

Γι' αυτή την αντιστικτική συνύφανση έρωτα και θανάτου, σεξ και φόβου, απόγνωσης και ελαφρότητας, πρέπει κυρίως να πιστωθεί το αφηγηματικό εγχείρημα του Παπαγεωργίου. […]

 

Σπύρος Τσακνιάς, περιοδικό Η ΛΕΞΗ, 1993

Έργα: Doris Salcedo, Atrabilious 1992-1993
Είδος: Βιβλίο
ISBN: 978-960-606-018-2
Αριθμός έκδοσης:
Έτος έκδοσης: 2017
Πρώτη έκδοση: 1992
Ενιαία Τιμή Βιβλίου: ΝΑΙ (έως 20/3/2019)
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 14 x 21
Σελίδες: 208
Βάρος: 330 γρ.

Την άλλη μέρα απύρετος δεν έβηχα με βάραινε όμως μια εξάντληση στα πόδια μου να σηκωθώ με αδυναμία περπάταγα και όσο να ’ναι ζαλιζόμουν από αδυναμία μεγάλη εγώ στα πόδια μου να περπατήσω ώστε δεν έβγαινα ούτε θα με άφηναν και να ήθελα να βγω γι’ αυτό και η μάνα μου με παρακάλεσε άμα θέλω να της διάβαζα κάτι συνέχειες στο «Ρομάντζο» όσο θα ράβει αυτή και πράγματι έτσι εγώ ξεκίνησα να της διαβάζω μια συνέχεια σαν ερωτική όσο έραβε όταν ακούσαμε το μεθυσμένο ανέβαινε την ανηφόρα και όσο πλησίαζε ανεβαίνοντας δυνάμωνε η φωνή του και οι βρισιές διακρίνονταν όλο και πιο καθαρά στο αυτί όπως έβριζε τις κόρες του που τον κρατούσανε η κάθε μια από την πλευρά της επειδή εγώ εντωμεταξύ είχα παρατήσει το περιοδικό και πλέον δε διάβαζα αλλά παρακολουθούσα πίσω από τις γρίλιες του παράθυρου ότι «αφήστε με την Παναγία σας ξεκολιάρες τι με σέρνετε τραβάτε στη δουλειά σας ξέρω εγώ» και όπως τις έσπρωχνε τους ξέφευγε καμιά φορά και κάνοντας δυο τρία βήματα τρικλίζοντας παραπατούσε αμέσως κι έπεφτε όλο και τον σήκωναν αυτές και πάλι το ίδιο ώσπου χαθήκανε όταν άκουσα τη μάνα μου να λέει σιγά σαν από μόνη της χωρίς ν’ ανασηκώσει το κεφάλι από το ράψιμο και όσο εγώ ήμουν ακόμα στο παράθυρο χωρίς να βλέπω πια επειδή είχανε χαθεί «ο καθένας έχει τα δικά του βάσανα τι να πεις από τότε που έχασε το γιο του καταστράφηκε εντελώς τον πήρε η κατηφόρα αλλά τι να σου κάνει ο άνθρωπος μοναχογιό στα δεκαεννιά πάλι καλά που άντεξε να λες εδώ στο δάσος απέναντι τον είχανε δεμένο σε μια καρέκλα και τον χτυπούσανε οι αλήτες με τις ώρες έγερνε το κεφάλι του καμιά φορά πάνω στο στήθος τίποτα αυτοί του ρίχνανε νερό να συνεφέρει και συνεχίζανε ύστερα δυο ήταν τα καθάρματα και λίγο παρακεί άλλοι δυο με ένα χαλί απλωμένο τάχα το τινάζανε να μην ακούγονται οι φωνές του παλικαριού κατάλαβες να μην ακούγονται οι φωνές από τους περαστικούς να τις σκεπάζουν με το τίναγμα και να μη φαίνονται οι φονιάδες οι δυο βαρούσανε και οι άλλοι δυο τινάζανε με δύναμη οι αλήτες το χαλί όλο γκαπ και γκουπ μέχρι που νύχτωσε όταν νύχτωσε το αφήσανε το παλικάρι εκεί και φύγανε τρέξανε τότε οι γείτονες σωστό κουρέλι πάει ξεψύχησε στα χέρια τους και τότε πια θυμήθηκαν την ανθρωπιά τους και λυπήθηκαν τα νιάτα του παιδιού και τους γονείς του πώς θα τους το πούνε δεν αποφάσιζαν οι χέστηδες να πάνε και να τους το πούνε ότι αυτό κι αυτό μπορεί κι επειδή ντρεπόντανε που εμπρός στα μάτια τους σκοτώσανε οι άλλοι το παιδί και κάνανε ότι τάχα δεν το βλέπανε δεν το είδανε εξόν η κυρα-Στάσα γριά γυναίκα στάθηκε στην άκρη από το δρόμο και τους φώναξε να λέγεται μακάρι να τολμούσανε και άλλοι όπως αυτή έστω από μακριά μπορεί και να σωνότανε το παλικάρι μα όλοι βγάλαν το σκασμό κανείς δεν τόλμησε μονάχα η κυρα-Στάσα μια στιγμή από το δρόμο τους φώναξε θα το σκοτώσετε βρε αλήτες το παιδί αναθεματισμένοι δε χορτάσατε τόσο αίμα πια και ακόμα δε χορτάσατε κι ακόμα τα ίδια φώναξε είπε αυτοί χαμπάρι συνεχίζανε φωνή βοώντος εν τη ερήμω αυτοί δεν ίδρωνε με τίποτα το αυτί τους αυτωνών και γιατί να ιδρώσει εξάλλου εδώ ο κυρ Σταύρος ο αστυνομικός πέρασε δίπλα τους ξυστά σχεδόν και γύρισε από την άλλη το κεφάλι του όταν πέρναγε ότι δεν είδε τάχα κάτω από τη μύτη του τι γίνεται ούτε νοιάστηκε δε λέω σαν αστυνομικός αλλά σαν άνθρωπος που λέει ο λόγος βρε παιδί μου που ακούγονταν τα βογκητά ως εδώ αλλά αυτός την ησυχία του επάνω απ’ όλα μη μπλεχτεί έχω οικογένεια σου λέει ας βγάλει άλλος τα κάστανα από τη φωτιά γιατί άμα έχεις οικογένεια και στόματα να ταΐσεις όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα τι ανθρωπιά μου λες εσύ μετά και πράσινα άλογα ώστε έκανε ότι τίποτε δεν είδε ούτε κατάλαβε και γύρισε από την άλλη το κεφάλι του μα έλα που το θράσος τους οι αλήτες δεν έχει όρια φαίνεται κι ένας απ’ τους φονιάδες ‘γιατί δε μας μιλάς ρε Σταύρο τι σου κάναμε και δε μας χαιρετάς’ του λέει δήθεν να δείξουνε ότι ενεργούνε με το νόμο τα καθάρματα και δε φοβούνται ούτε αστυνομία ούτε τίποτα άκουσον άκουσον κι αυτός ο χέστης μάσησε τα λόγια του και όπου φύγει φύγει ακούς ακούω να λες. Ξεψύχησε λοιπόν το παλικάρι και δεν πρόλαβε ούτε τα ονόματα των φονιάδων του να μαρτυρήσει μα ποια ονόματα ποιος νοιάστηκε ποτέ γι’ αυτά τα ονόματα ούτε τα χρειάστηκε κανείς ποτέ ή μήπως δεν το ξέραμε όλοι ότι ήτανε ο κουλοχέρης ο εβγατζής και τ’ αποβράσματα οι παρέα του αλλά κακή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται πληρώθηκε κι αυτός  κατά τις πράξεις του όπως έπρεπε ο δωσίλογος υπάρχει θεός και ανταποδίδει αμ τι θαρρε εδώ πληρώνονται όλα υπάρχει θεός δεν πάει καιρός καν ένα χρόνος που του φέρανε την κόρη του νεκρή και ο άντρας της νεκρός κι αυτός σε αυτοκινητιστικό νέα παιδιά επιστήμονες και οι δυο κάνανε το γαμήλιο ταξίδι και σκοτωθήκανε και οι δυο επί τόπου τι φταίνε τώρα θα μου πεις αυτά τα δυο παιδιά για τον αλήτη τον πατέρα τους και για τις πράξεις του τις άτιμες αλλά τι φταίει ο ένας τι φταίει ο άλλος ποιος θα πληρώσει τις τόσες ατιμίες μου λες; κοίτα τον τώρα πώς σαπίζει απ’ τον καημό του αυτός στην ψάθα θα πεθάνει σα σκυλί.

Παπαγεωργίου Γ. Κώστας

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Έχει εκδώσει δεκατέσσερα βιβλία ποίησης, έξι αφηγήματα και έξι βιβλία κριτικής και δοκιμίου. Συνδιευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό ποίησης "Τα Ποιητικά". Το 2001 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το Βραβείο Ποίησης του Περιοδικού "Διαβάζω" για την ποιητική συλλογή "Κλεμμένη ιστορία", το 2009 με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου και το 2013 με το Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας του περιοδικού "Διαβάζω" για το αφήγημα "Νερό".
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης