Στόχος του ήταν επίσης να γίνει ένας τόπος συνάντησηςχωρίς αποκλεισμούς, ένας χώρος ελεύθερου διαλόγου, με τη ματιά στραμμένη στοκαινούργιο, από όπου κι αν προέρχεται. Εσείς ξέρετε καλύτερα από μας τι από όλααυτά έχει γίνει και τι χρειάζεται δουλειά ακόμη και σας προσκαλούμε, για άλλημια φορά, να συνεργαστούμε, σε κάθε επίπεδο. Με ποιήματα, με κριτικές, μεδοκίμια, με μελέτες, με μεταφράσεις ποιητικές και μη, με λόγο και αντίλογο,κυρίως, με προτάσεις και ενστάσεις.
Εμείς γνωρίζουμε τι βάρος, τι ευθύνη είναι να γράφει κανείς ποίηση, τι κόποκαι θυσίες απαιτεί. Ξέρουμε πόσο η μάχη τις λέξεις μοιάζει συνήθως αδιέξοδη κιείναι οι λέξεις που κερδίζουν συνήθως, υποχωρώντας άτακτα, δραπετεύοντας λάθρα,αφήνοντας τις έννοιες μετέωρες, το νόημα μισοτελειωμένο, λειψό, αυτόν πουγράφει εξαντλημένο κι απελπισμένο.
[...]
Τη ζεστασιά, τη γενναιοδωρία για όσα μας μιλούν στην καρδιά μαςθέλουμε να διατηρήσουμε στα Ποιητικά. Μαζίκαι το προνόμιο της περίτρομης ευτυχίας. Καλή χρονιά.
(Από το editorial)
Είδος:
Βιβλίο
Αριθμός έκδοσης:
1η
Έτος έκδοσης:
2015
Σελίδες:
32
Σειρά:
Τα Ποιητικά
Α/Α σειράς:
20
Βάρος:
120 γρ.
Ενδεικτικά Περιεχόμενα Τεύχους
ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ ΑΡΘΡΟ
Νόρα και Μανόλης Αναγνωστάκης
Μία επιστολή και μία κάρτα από το αρχείο Γιώργου Σεφέρη
Αποτιμήσεις όσον αφορά στη θέση συγκεκριμένων συλλογών, αλλά και του συνολικού ποιητικού έργου Ελλήνων και ξένων στην ιστορία και την τρέχουσα πραγματικότητα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η ποιητική παραγωγή, ελληνική και ξένη, μέσα από τα ποιήματα καθαυτά, σε ένα πλαίσιο που επιδιώκει να προβάλει τόσο τη συνέχεια όσο και τη ρήξη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ο δημιουργός στη σχέση του με τον κόσμο και τις λέξεις.
ΑΠΟΨΕΙΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύντομες παρουσιάσεις ποιητικών βιβλίων, σε μια προσπάθεια ανοίγματος του περιοδικού σε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της ποιητικής παραγωγής.
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
Ανθολόγηση ποιημάτων από δημοσιευμένες συλλογές.
EDITORIAL
«Για μένα η αντίληψη ενός ποιήματος είναι μια περίτρομη ευτυχία».
(Νόρα Αναγνωστάκη)
Τα Ποιητικά κλείνουν με το τεύχος αυτό πέντε χρόνια ζωής. Ο ένας από τους πρωτεργάτες τους, ο Γιάννης ο Βαρβέρης, δεν είναι πια κάμποσο καιρό μαζί μας. Ελπίζουμε πως από κει που μας βλέπει -ότι μας βλέπει είμαστε απολύτως βέβαιοι, και μας ακούει επίσης-, συμφωνεί με την πορεία του, ειδικά μέσα στην κρίση που ανατρέπει ακατάπαυστα την καθημερινότητα αλλά και το πνευματικό τοπίο. Εμείς πιστεύουμε ότι η ποίηση αντέχει. Καλύτερα, η ποίηση δίνει το παρών με ζωντάνια, με ορμή. Μια όψη της τουλάχιστον, αυτή που μας αφορά, αυτή που μας δημιουργεί το αίσθημα «της περίτρομης ευτυχίας» για την οποία μιλά η Νόρα Αναγνωστάκη σε μια από τις επιστολές της στον Σεφέρη που παρουσιάζει η Βασιλική Κοντογιάννη. Στόχος του περιοδικού ήταν εξαρχής να θέσει στο επίκεντρο τόσο τον ποιητικό λόγο καθαυτόν όσο και τον λόγο περί ποιήσεως, με έμφαση στην παρακολούθηση της τρέχουσας ποιητικής παραγωγής. Στόχος του ήταν επίσης να γίνει ένας τόπος συνάντησης χωρίς αποκλεισμούς, ένας χώρος ελεύθερου διαλόγου, με τη ματιά στραμμένη στο καινούργιο, από όπου κι αν προέρχεται. Εσείς ξέρετε καλύτερα από μας τι από όλα αυτά έχει γίνει και τι χρειάζεται δουλειά ακόμη και σας προσκαλούμε, για άλλη μια φορά, να συνεργαστούμε, σε κάθε επίπεδο. Με ποιήματα, με κριτικές, με δοκίμια, με μελέτες, με μεταφράσεις ποιητικές και μη, με λόγο και αντίλογο, κυρίως, με προτάσεις και ενστάσεις.
Γνωρίζουμε τι βάρος, τι ευθύνη είναι να γράφει κανείς ποίηση, τι κόπο και θυσίες απαιτεί. Ξέρουμε πόσο η μάχη με τις λέξεις μοιάζει συχνά αδιέξοδη κι είναι οι λέξεις που κερδίζουν συνήθως, υποχωρώντας άτακτα, δραπετεύοντας λάθρα, αφήνοντας τις έννοιες μετέωρες, το νόημα μισοτελειωμένο, λειψό, αυτόν που γράφει εξαντλημένο κι απελπισμένο. Μια από τις πιο ευαίσθητες, τις πιο ευθύβολες κριτικές φωνές του αιώνα που πέρασε, η Νόρα Αναγνωστάκη, αποτυπώνει την αγωνία αυτή σε μια από τις επιστολές της στον Σεφέρη, τις οποίες προαναφέραμε. Στις επιστολές αυτές φαίνεται η λατρεία της για τον ποιητή της νεωτερικότητας, τον οποίο αντιδιαστέλλει προς τους παλαιότερους, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Βάρναλη, υποτιμώντας τους - άδικα, λέμε εμείς, αλλά δεν έχει σημασία, λέει αλήθεια για τα διαβάσματα των νέων τότε. Είναι άραγε η πρώτη της επιστολή το ίδιο εκείνο γράμμα για το οποίο γράφει στο αφιέρωμα στον Σεφέρη στο Βήμα (27.2.2000): «Ο Σεφέρης μου λέει ότι βρήκε ενδιαφέρον το γράμμα μου και εγώ λέω σεμνά: “Ήταν ειλικρινές”. Διαμαρτύρεται: “Για ό,τι είναι γραμμένο καλύτερα να αφήνουμε κατά μέρος την ειλικρίνεια”. (Φυσικά, σκέφτομαι, αλλού οφείλεται η εμβέλεια των γραφομένων μας. Έχει δίκιο.)» Δεν ταιριάζουν οι ημερομηνίες, τα γεγονότα όμως δένουν. Η μνήμη παίζει έτσι κι αλλιώς παιχνίδια, αυτό αν το ξέρουν καλά οι ποιητές. Στο ίδιο άρθρο, περιγράφει τη συζήτησή της με τον Σεφέρη για τη δυσκολία της γραφής: «Του λέω πως μόνιμη δυσκολία μου είναι η γλωσσική διατύπωση. Πώς θα βρω τις κατάλληλες λέξεις που θα αποδώσουν με ακρίβεια τις σκέψεις και τα αισθήματά μου. “Αυτή είναι η ουσία της γραφής”, μου απαντά. “Οι λέξεις είναι τα εργαλεία της. Φτάνει να έχεις κάτι να πεις. Δεν βλέπεις πόσο εύκολα γράφουν αυτοί που δεν έχουν να πουν τίποτα;”». Πόσο αληθινό σε όλες τις εποχές Ευτυχώς, ο χρόνος που τα πάντα γιατρεύει, βάζει τα πάντα στη θέση τους. Αργεί, αλλά δεν ξεχνά. Ή μάλλον, ξεχνά, έστω και με καθυστέρηση. Επανερχόμαστε στη συζήτηση για τον τρόπο της κριτικής, το άγχος της σωστής λέξης, της ανανέωσης της σημασίας και της γλώσσας, όπως την ξεκινά η Αναγνωστάκη στις επιστολές αυτές, συνδέοντας ωραία την ποίηση με την κριτική της: «Ποιητές και κριτικοί είμαστε πανικόβλητοι απΆ τη ζωή των αισθημάτων. Ποιος έχει το κουράγιο να τΆ αναφέρει με το όνομά τους; Ο τρόμος μας να μην πέσουμε στην αισθηματολογία είναι μεγάλος. Και πώς να χρησιμοποιήσεις πια αυτές τις λέξεις που έχουν φθαρεί απελπιστικά απΆ την κατάχρησή τους (πόνος, πίκρα, απογοήτευση, αηδία, έξαρση, κ.τ.λ, κ.τ.λ.) και η απλή αναφορά τους όχι μόνο δεν έχει αποδεικτική δύναμη αλλά αντίθετα ουδετεροποιεί την έκφραση ως την κοινοτοπία; (Πιστεύετε πως όταν συναντήσω τη λέξη θάνατος σΆ ένα ποίημα κουμπώνομαι ως τΆ αυτιά;)»
Θα κλείσουμε με ένα άλλο απόσπασμα, που τονίζει την υποκειμενική, καλλιτεχνική πλευρά της κριτικής -κάποιοι σίγουρα θα διαφωνήσουν- και, κυρίως, την ανάγκη να γράφει κανείς γιΆ αυτό που μιλά στην ψυχή του: «Πολλοί με κατηγορούν ότι φαντάζομαι για την ποίηση και τους ποιητές πράγματα ίσως συναρπαστικά αλλά εντελώς ανυπόστατα. Ίσως έχουν δίκιο - γιατί από ένα σημείο και πέρα τα ποιήματα δεν τα διαβάζω πια: τα ονειρεύομαι. Ίσως μέσα από τη δική μου αίσθηση να ζουν πολύ αλλοιώτικα [σικ] τα ποιήματα, αλλά ζουν. Κι αν τα προδίδω, τα προδίδω αποδίδοντάς τους τη ζωή που μου χαρίζουν. [] Αντιπαθώ τα εγκώμια, κι όλες τις πόζες της κολακείας κυριολεκτικά τις σιχαίνομαι· όμως, όταν αγαπώ κάτι, θέλω να μιλήσω γιΆ αυτό ζεστά, με ανοιχτή καρδιά, χωρίς τσιγγουνιές αισθημάτων, χωρίς εκείνη την ψυχραιμία που θΆ αφαιρέσει απΆ τα λόγια μου εκείνη την πρώτη ζεστασιά που πήραν από κείνο για το οποίο μιλούν». Αυτή η ζεστασιά, αυτή η γενναιοδωρία για όσα μιλούν στην καρδιά μας θέλουμε να υπάρχει πάντοτε στα Ποιητικά. Μαζί και το προνόμιο της περίτρομης ευτυχίας. Καλή χρονιά.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Πάντα ήτανε λίγοι οι ποιητές. Οι άλλοι κάτι φιόγκοι, που λέει κι ο Χάκκας, «που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε...
Η κριτική μοιάζει να χάνει έδαφος, τη στιγμή που η πληθωριστική πληροφορία την καθιστά πιο απαραίτητη από ποτέ: ως διάλογος με τον ποιητή και τον λογοτέχνη...
Η οπτική του περιοδικού έκτυπη: το ποιητικό πεδίο στη διαχρονική πολυπλοκότητά του, στην ποικιλομορφία του, στον διάλογο που αναπτύσσει με την παλαιότερη...