ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά, η κανονική ώρα του ραντεβού τους είχε ήδη περάσει προ πολλού, η ʼννα όμως δεν φαινόταν πουθενά. Η αγωνία και ο τρόμος είχαν πλέον κατακτήσει οριστικά τον νου του, τα δάχτυλά του έσφιγγαν όλο και πιο επίμονα, το προσφιλές βελουδένιο κουτάκι στην τσέπη του, τα μάτια του σταθερά καρφωμένα στο σημείο απ όπου συνήθως έκανε την εμφάνισή της και στ αυτιά του, το παράφορο βουητό της απουσίας. Φλεγόταν σύσσωμος. Απρόβλεπτοι λόγοι, που ποτέ κανείς δεν έμαθε το ποιόν τους, είχαν εμποδίσει την ʼννα να φτάσει στην ώρα της, εκείνη τη μοναδική μέρα. Δεκατέσσερις Μαΐου, παραμονή των γενεθλίων της, με το πολύτιμο κόσμημα της αγάπης τους αιχμάλωτο στη βελουδένια του αδημονία και τον Αλέκο βυθισμένο στο βάλτο της απόγνωσης. Αργότερα, το ίδιο εκείνο βράδυ, ο Αλέκος με τον Ιάσονα θα χτυπούσαν τη νυχτερινή περίπολο.
|