ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ: Η ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Μια ποίηση μουσική που τραγουδιέται άλλοτε ως ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος: λόγια μου βάζει ο θάνατος για να τον ιστορήσω, ή σφάζει τις ομορφιές ο Χάροντας μες στ άσπρα μεσημέρια, τώρα που η μέρα χάνεται κι η νύχτα αθωώνει, και αλλού: καυτό ατσάλι η καρδιά τον χρόνο να τυφλώσει, άλλοτε ως δημοτικό τραγούδι, κι άλλοτε ως οξύτονος και παροξύτονος ομοιοκατάληκτος στίχος με ζευγαρωτή και πλεχτή ομοιοκαταληξία, δίχως ωστόσο τους αυστηρούς περιορισμούς που θέτει η συγκεκριμένη ποιητική φόρμα. Που σημαίνει ότι προέχει ο λόγος που ήταν εξαρχής, εκ κατασκευής του άλλωστε για τον ποιητή, και παραμένει μουσικός, δηλ. τραγούδι, κι έπεται σε δεύτερη μοίρα η αποτύπωσή του μορφικά. Ίσως γι αυτό και μέσα στην ίδια συλλογή διακρίνεται μια ποικιλία ρυθμών τόσο έμμετρης όσο και ελεύθερης προσωδίας. Αυτή ακριβώς η απόληξη του ρυθμού, που είναι ο τόνος του ποιήματος, κάτι απόλυτα ατομικό και προσωπικό σ ένα ποίημα, που αποτελεί και την ειδική σφραγίδα της προσωπικότητας του ποιητή (Νάσος Βαγενάς), νομίζουμε ότι είναι ήδη το συστατικό της ποιητικής τεχνικής του Γεωργούση. Σε πολλά ποιήματά του κυριαρχεί ο δεκαπεντασύλλαβος: στο Τραγούδι της αποκριάς, στην ενότητα «Τα ριζιμιά», αλλά και στο δίστιχο Καταδυόμενη, όπως και σε πολλά άλλα ποιήματα από την ενότητα «Τα αντίφωνα»: (Έλα στον λαμπερό βυθό για να σε νανουρίσω/λιόχαρη να βγεις στον αφρό να σε βυθίσω πάλι), όλα από τη συλλογή «Γραμμική Γραφή ΙΔ'».
|