ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ: ΜΙΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
«Θάλαττα θάλαττα... Επεί δε αφίκοντο πάντες επί το άκρον, ενταύθα δη περιέβαλλον αλλήλους και στρατηγούς και λοχαγούς δακρύοντες» (Κύρου ανάβασίς 4.7.24-25). Μαθαίναμε από πολύ μικροί την κραυγή των Μυρίων και ταξιδεύαμε μαζί τους σε μια πολυσήμαντη θάλασσα, φορτισμένη συναισθηματικά. Συνεκδοχή για την πατρίδα, το υγρό στοιχείο που την αγκαλιάζει σηματοδοτούσε το ασφαλές πέρασμα, το νόστο, την αναπάντεχη σωτηρία ύστερα από μάχες στη στεριά, προδοσίες και το θάνατο πολλών συμπολεμιστών. «Φωνή μνήμης επί των υδάτων», θα γράψει ο Γιώργος Γεωργούσης στο δικό του «πέρασμα»: «σαν όταν πρωταντίκρισες τη θάλασσα / κι αντιβουίξανε τα πελάγη του ντουνιά» (Ημερολόγια απουσίας: 33). Εντούτοις, αυτή η αιώνια θάλασσα, ως όνομα και ως σύμβολο, μολονότι ταξιδεύει από την Αρχαιότητα έως τις μέρες μας, και μάλιστα αλώβητη, έχει μια χροιά που ανήκει καθ ολοκληρίαν στον ποιητή: μια δική της οντότητα, σε σημείο να διαφέρει από τα πελάγη, που επέχουν θέση αντιστροφής σε χορό αρχαίου δράματος. Ανεξάντλητη πηγή μεταφορικού λόγου, προσωποποιείται και «παραμιλάει, λες, / στον ύπνο της», ενώ, ως άλλος Ιωνάς (ιδιότυπη μετωνυμική προσωποποίηση), μένει ξάγρυπνη «μες στην κοιλιά του κήτους», ή ακόμη βουλιάζει μέσα «στα νερά της», σαν να είχε μια ιδιότητα ανεξάρτητη από το νερό, μέσα στο οποίο κρύβεται, ή ένα όνομα ξεχωριστό από το αντικείμενο αναφοράς.
|