ΜΟΝΑΞΙΑ
Μέρα Κυριακή, να χει ξυπνήσει ανόρεξα μ ένα βάρος μέσα του κι ύστερα από τόσες προσπάθειες να το χει διώξει. Κι αυτή η μικρή να του το φέρει πάλι πίσω, να τον πικάρει, να του πλακώσει την ψυχή, να τον πληγώσει. Γιατί; Γιατί ο κόσμος να ναι τόσο κακός; Γιατί κάθε λίγο και λιγάκι να σε πικραίνει, να σου θυμίζει την ηλικία σου, τα ελαττώματά σου; Όμως αν είχε μια γυναίκα, ένα πρόσωπο δικό του, δεν θα νιωθε τόσο μονάχος, απελπισμένος. Η γυναίκα του κι ο άνθρωπός του θα νιωθε τα χρόνια του, τα ελαττώματά του, θ αγαπούσε κάθε του ρυτίδα.
|