Ο ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΓΝΩΡΗΜΙΑΣ
Έτσι τόσο διαφορετικοί, αλλά και τόσο συντεταγμένοι σαν εκδοχές ενός μεγάλου λογοτεχνικού παραδείγματος οι τρεις Ρώσοι πεζογράφοι θα εισέλθουν στον 20ό αιώνα και θα αφήσουν τη σφραγίδα τους στις αναζητήσεις της ελληνικής λογοτεχνίας των νέων καιρών. «Αγαπώ πολύ τους Ρώσσους συγγραφείς και τους μεταφραστάς τους θεωρώ ευεργέτας μου», έγραφε το 1896 ο ανώνυμος συντάκτης της Φιλολογικής Ηχούς της Κωνσταντινούπολης. Θα περάσουν περίπου τρεις δεκαετίες και ο Νίκος Καζαντζάκης πρώτα στο ταξιδιωτικό Τι είδα στη Ρουσία (1928) και έπειτα στην Ιστορία της ρούσικης λογοτεχνίας (1930) θα κάνει την εξής εξομολόγηση: «Είχα βυζάξει κι εγώ το γάλα όχι το γάλα, αυτή γάλα δεν έχει, παρά τη φλόγα της ρούσικης λογοτεχνίας
Καμία λογοτεχνία δεν επηρέασε, με τόση ένταση και σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, τόσο βαθιά και γόνιμα τον άνθρωπο, όσο η ρούσικη
, μας έμαθε να βλέπουμε με νέα μάτια τον έξω και μέσα μας κόσμο». Και στο κεφάλαιο αφιερωμένο στον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι θα διευκρινίσει: «
μας είχαν αρπάξει στα μυθικά χρόνια της νιότης μας. Αυτοί οι δύο στάθηκαν οι μεγάλοι Πατέρες μας».
|