ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΝΕΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Σωπαίνει η νέα. Η πόρτα του μεγάλου σαλονιού ανοιχτή. Αντίκριζες έναν ουρανό διάφανο. Η νέα γυναίκα ως να χε συνεπαρθεί απ την απεραντοσύνη του γαλάζιου. Τίποτα δεν ακουγόταν. Κι ύστερα, με φωνή που την σκίαζε μια συγκρατημένη λύπη, σαν να μιλούσε για τον εαυτό της, λέει σιγανά αυτό: «Κάτι να σαι! Και να αισθάνεσαι κάτι! Θυμό, παράπονο, μια λύσσα! Τόσα απατηλά που μας θολώνουν τα μάτια, τη σκέψη! Κάτι, επιτέλους, ν αποστρέφεσαι! Την αοριστία των λέξεων, τους κρυφούς τόνους της επιταγής, το έγκλημα που το σκεπάζει χάδι, την πρόφαση που κρύβει την υποδούλωση κάτι ν αποστέργεις για να βαστάξεις μια μνήμη, έστω, κάποιου δίκαιου πόνου».
|