TΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΑΜΨΟΥ ΑΝΔΡΑ
Η σκηνή στο γραφείο ενός αστυνομικού τμήματος. Ένας ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, με μια πελώρια μύτη, κι ένας χωροφύλακας άλλη αστεία περίπτωση βρίσκονται καθισμένοι, ο πρώτος στο γραφείο του κι ο άλλος σ ένα γραφειάκι, πλάι, ροχαλίζοντας μακαρίως. Χτυπάει η πόρτα δειλά. Φυσικά, κανένας απ τους δυο τους δεν παίρνει είδηση. Χτυπάει δεύτερη κι ύστερα η πόρτα ανοίγει διστακτικά, για να μπει ένας σεμνός και μετρημένος κύριος, γύρω στα εξήντα. Ο τελευταίος στέκει λίγο, ύστερα προχωρεί, βήχει προειδοποιητικά κι όπως κανένας δεν τον αντιλαμβάνεται, στέκει αμήχανος, με τα χέρια σταυρωμένα, περιμένοντας. Ώσπου το τηλέφωνο, κουδουνίζοντας δυνατά, αποσπά βίαια τον ανθυπασπιστή απ τη μακαριότητα του και τον επαναφέρει στην ενεργό δράση. Και ενώ ο χωροφύλακας αρκείται στο άνοιγμα του ενός μόνο ματιού το οποίο και δεν αργεί να ξανακλείσει αυτός, αρπάζοντας το ακουστικό, αναφέρει δεόντως. Η ομιλία του είναι πηδηχτή, διαλείπουσα, με ξαφνικά κολλήματα στη μέση μιας λέξης και με απότομες απεμπλοκές, που συνοδεύονται από χαρακτηριστικό τικ, πάντα.
|