ΤΟ ΞΟΑΝΟ
Πάντα φοβόμουν τη θάλασσα. Όταν είμαι πάνω σε πλεούμενο η καρδιά μου πάντα σφίγγεται. Λιγάκι. Σαν τώρα. Το καΐκι μπρουμυτίζει και σηκώνεται αργόσυρτα. Δεν με γελάνε τα τεμπέλικα νερά. Όταν αγριεύουν το μπλε βαθαίνει, ως το μαύρο. Ο αφρός σκάει. Ακούς το θόρυβο, ξεχειλίζει η ορμή από τη ράχη τους. Γίνονται μαύρα βουνά, ανοιγοκλείνουν τα σωθικά τους, ζωντανεύουν. Ανατριχιάζω. Με περονιάζει η ψυχρή αύρα. Πήρε να φρεσκάρει από το βοριά. Το ελαφρύ σκαρί τραμπαλίζεται σκαρφαλωμένο στο κύμα. Η πλώρη βουτάει ίσα με τους μπουλμέδες και ξαναβγαίνει γυαλίζοντας. Σταγόνες φτάνουν μέχρι το μικρό καμαράκι μου. Η πρώτη σημαδούρα είναι αριστερά μου. Ορθοπλωρίζω στον καιρό και κάνω κράτει. Να σηκώσω να τελειώνουμε.
|