ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΚΛΙΜΑΚΤΗΡΙΟΣ
Παρκάρησε λοξά, παίρνοντας το απόφαση. Οι φίλοι κατεβήκανε κι εκείνος ανίχνευσε τις πόρτες που τις παράταγαν συνήθως ανοιχτές. Αφού κλείδωσε, έφερε μια γυροβολιά στ αμάξι, αναμέτρησε τις πιθανότητες να του ξύσουν το εξέχον κωλομέρι κι οπισθοχώρησε δύσθυμος και δισταχτικός. Η γυναίκα του καρτέραγε στο άλλο πεζοδρόμιο, μπροστά στο καλλιμάρμαρο κλιμακοστάσιο του επώνυμου ξενοδοχείου. Ο κηφισιώτικος ο δρόμος, ανάμεσα στα μυστήρια αρχοντικά με τους μεγάλους κήπους, δε φωτιζόταν αρκετά. Ένιωθε, ωστόσο, βαρύ και ανυπόμονο το φρύδι της να τονε παρακολουθεί ανελέητα.
|