Ο ΑΙΩΝΙΟΣ
ʼνοιξε την πόρτα του λουτρού. Το φως της μέρας έμπαινε χαρμόσυνο μέσ απ το κρύσταλλο του φεγγίτη Έβαλε το χέρι πάνω στις φέτες· η θέρμανση δούλευε κανονικά. ʼρχισε να γδύνεται. Στο τέλος πάτησε με προσοχή στα πλαστικά πατάκια της μπανιέρας. Έσκυψε για το σαπουνοπάνι. Αντίκρισε το εργαλείο του συνοφρυωμένο. Σύντροφε, του κάνει. Μια χαρά είσαι! Το κατάλαβες, που πάτησες τα ογδοήκοντα;
|