ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Κάθεται, εκεί, και χαίρεται κι από τον ήχο του νερού, σαν μια επαναλαμβανόμενη νότα, αλλά που της θυμίζει, ακόμη, περασμένους κι εγκάρδιους καιρούς. Τότε που έπλενε τα κεντήματά της και τα άπλωνε στο σύρμα να στεγνώσουν όχι, μην τα στραγγίζεις γιατί ξεχειλώνουν. Μένει, εκεί, ν αγκαλιάζει με τα μάτια της τα παιχνίδια του ήλιου με τα νερά, ν ακούει τα ήρεμα λόγια τους αφού τίποτα δεν είναι βουβό αν το πονάς. Κάθεται πάντα και στην ίδια μεριά του πάγκου που ίσως χαίρεται πιο πολύ εκείνη αντίκρυ της την ομορφιά.
|