ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Η γνωριμία μου με τον ουζμπέκο μουφτή Σουλτάν Μουχάμετ έγινε μ έναν περίεργο τρόπο. Κάποιος σαν να κατέβηκε πάνω κι από τους δυο μας κι άρχισε να πετάει τις σαΐτες του και να κινεί τα νήματα πλέκοντας το σχέδιο, εμείς ήμαστε το στημόνι και το υφάδι κι εκείνος με την ησυχία του μας έπλεκε. Ένα μεσημέρι, κάτω από τον κανελή ήλιο αυτής της χώρας που όλα εκεί πέρα τα χει βάψει στο χρώμα του, γύριζα με το τραμ από το κέντρο της πόλης και πήγαινα στον καταυλισμό μας, την «Πολιτεία» μας, όπως λέγαμε τις σκόρπιες εδώ κι εκεί στην περίμετρο της Τασκένδης προσφυγικές μας κοινότητες. Από το πρωί με είχε πιάσει ένας πονόδοντος. Ήξερα τις ιδιοτροπίες αυτού του δοντιού. Κι εκείνη την ημέρα και τις άλλες δυο μετά ο πόνος δε θα μ άφηνε κι από ανεπαίσθητος σχεδόν στην αρχή, ένα πονάκι γλυκό βαθιά βαθιά, θα γινότανε σε λίγο τέτοιος που δεν τον αντέχουνε ούτε οι γυναίκες. Γενικά τα δόντια μου ήταν κι είναι ακόμα γερά. Δεν με ταλαιπώρησαν, ενώ θα μπορούσαν και μου άξιζε, τόσο που ταλαιπώρησα εγώ εκείνα. Μόνο αυτό το δόντι πάνω δεξιά, το επόμενο μετά τον κυνόδοντα, ένας ψευτοτραπεζίτης, από καιρό σε καιρό κάτι το έπιανε, κάτι εισχωρούσε βαθιά ως κάτω στη ρίζα, έτσι που όταν ο πόνος δυνάμωνε τον ένιωθα πέρα πέρα σ όλο το σαγόνι κι ως απάνω στο κεφάλι μου από κείνη την πλευρά, μπηγόταν μέσα σκίζοντας σάρκες και κόκαλα σαν να πόναγε για όλα μαζί τα δόντια μου.
|