Ο ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Η ΟΝΤΟΣ
Πάρε ανάσα βαθιά και γέμισε τα πνευμόνια με το άρωμα που τυλίγει σαν αγγελική αχλύ την ανθοστόλιστη πολιτεία σου. ʼσε τα μάγια της να φρεσκάρουν ξανά τη λάμψη των κρίκων της λουλουδένιας αλυσίδας που κάποτε πριν από χρόνια πολλά σε κρατούσαν αιχμάλωτο σε μια νάρκη γλυκιά. ʼσε τα μύρα πού συρρέουν σα γιορταστικά χερουβείμ από όλα τα σπήλαια, τις κορφές, τις πλαγιές, τα δάση και τις ρεματιές του παραδεισένιου Πηλίου, να σμίξουν ερωτικά με τις λεπτές ευωδίες των εκατόμφυλλων ρόδων, των κρίνων και της γαζίας, που ξεπροβάλλουν άχνα σαν αραχνοΰφαντα μπουκετάκια, καθώς τα ροδοδάχτυλα της αυγής αφαιρούν τους τελευταίους λεκέδες της νύχτας από το ανθοστόλιστο νυφικό αυτής της εράσμιας πολιτείας.
|