AΝΤΙΟ ΝΕΟΤΗΣ ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΟΥ: ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΝ ΣΥΓΧΥΣΕΙ
Εδώ επάνω έχει μούρα.- / Μούρα πύρινα και φύλλα που στάζουν αίμα.- / Σκνίπα, νταβάνι και μύγα. Ο κάμπος έβραζε, μα τόσο ξέμακρα.- / Το κάμα πήρε τον ανήφορο, σπάθα ξεγυμνωμένη. Τη νύχτα τα σκυλιά βάραγαν, θαν είχε φανεί ο αγριόγατος, ο μπεζεβέγκης.- / Πρωινό τον Τρυγητή. Χόχλοι, η γη ψημένη πέτρα. ʼσπρος ξηρός χόρτος. Ο ήλιος που τρέμει. Του Αυγούστου η έκστασις και βαθιά η σιγή.- / Μυκηθμός βοδιού βαθιά στο καστανοτό, βαθιά στο νεκροταφείο.- / Μες στο λιοπύρι ένας φωνάζει: / «Μαίρη. Μαίρη», έψαχνε τη φοράδα, αλλ εκείνη δε φαινόταν. Είχε χαθεί μες στ άσπρο τοπίο, μες στο κάμα της μέρας.- / Τσιτζιρίζει ο ήλιος. Το καλντερίμι ακινητεί. Βουλιάζει ο τόπος.
|