ΧΙOΥΜOΡ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑΣΜOΣ ΣΤO ΕΡΓO ΤOΥ ΓΙΩΡΓOΥ ΙΩΑΝΝOΥ
Για να ολοκληρωθεί η γενικότερη εικόνα της παρουσίας του κωμικού λόγου στο έργο του Γ. Ιωάννου, κρίνω σκόπιμο να προβώ σε δυο συμπληρωματικές επισημάνσεις: Η πρώτη το χιούμορ, όπως το βρίσκουμε στο συγγραφικό του έργο, χαρακτήριζε κατά τον ίδιο τρόπο και τον προφορικό του λόγο, είτε όταν συζητούσε είτε όταν αφηγόταν και περιέγραφε (μάλιστα, όταν ήταν καλεσμένος σε σπίτι φίλου που οργάνωνε διασκέδαση και δεχόταν με προθυμία τέτοιες προσκλήσεις θεωρούσε υποχρέωσή του, κάτι σαν ρεφενέ του στο τσιμπούσι, ακόμα και σαν ρόλο που δικαιωματικά τού ανήκε στην ομήγυρη, να διηγιέται χιουμοριστικά ανέκδοτα και αστεία περιστατικά να κάνει πειράγματα σ αυτούς με τους οποίους είχε περισσότερη οικειότητα, να παράγει ευφυολογήματα, ιδίως με χαρακτήρα λογοπαιγνίων όπως έγραψε κάπου «εγενόμην τοις πάσι τα πάντα». Ο ίδιος περιαυτολογεί «για τους καλούς φροντισμένους μου τρόπους, τις παραστατικές διηγήσεις μου, τις ευφυολογίες και τα λογοπαίγνια μου, όλη τελοσπάντων αυτή την επίκτητη πνευματική μου κομψότητα» (Κοιτάσματα, σελ. 214). Συγκρατώ στη μνήμη μου πολλές προφορικές κωμικές διηγήσεις ή παρατηρήσεις του, που, συγκρίνοντας τες με τις αντίστοιχες του γραπτού λόγου του, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το χιούμορ των γραπτών του δε διαφοροποιείται ουσιαστικά από το χιούμορ του προφορικού του λόγου πράγμα όχι και πολύ συνηθισμένο, απ ό,τι ξέρω, στους συγγραφείς πειστικό παράδειγμα, απ όσο γνώρισα τον άνθρωπο κι απ ό,τι μου είπαν άλλοι που τον γνώρισαν καλύτερα, αποτελεί ο Μποστ, που, ενώ το γραπτό του έργο είναι αποκλειστικά σατιρικό, στον προφορικό του λόγο ήταν καθαρή ματαιοπονία να περιμένεις ν ακούσεις κωμικούς σχολιασμούς, περιγραφές και ευφυολογήματα.
|