Άνθρωποι που περπατούν δίπλα μας, τους κρίνουμε, τους περιγελάμε, τους θαυμάζουμε, τους φοβόμαστε, μένοντας σ’ αυτό που φαίνεται.
Είναι πράγματι δυνατός αυτός με τα φουσκωτά μπράτσα; Ο ναρκομανής είναι ο μόνος υπεύθυνος για την εξάρτησή του; Ο αλλοδαπός είναι ένας επικίνδυνος ξένος; Ο συγγενής έχει πάντα αγνές προθέσεις; Ο επιτυχημένος είναι και ευτυχισμένος;
Μια γυναίκα που σκοπός της ζωής της είναι να γίνει μάνα.
Ένας ερωτευμένος ηλικιωμένος.
Ένας ομοφυλόφιλος νέος.
Ένας άντρας με αυτισμό που δίνει διαφορετικό νόημα στις λέξεις.
Μια γυναίκα-σύμβολο σε γειτονιά μιας άλλης εποχής.
Ένας υπέρβαρος άντρας.
Ένα κορίτσι που δεν το άφησαν να ακολουθήσει το όνειρό του.
Ένα αγόρι που ψάχνει απεγνωσμένα εκείνη που τον εγκατέλειψε.
Τι σχέση έχει με όλους αυτούς ένας άστεγος;
Ιστορίες που περνούν μέσα από το πάρκο της ζωής και σε δημόσια θέα ζητούν τη δεύτερη ματιά μας, την ανθρώπινη.
Έργα:
Ντόντου, Λήδα
Είδος:
Βιβλίο
ISBN:
978-960-606-146-2
Έτος έκδοσης:
2020 (Νοέμβριος)
Ενιαία Τιμή Βιβλίου:
ΝΑΙ (Μάιος 2022)
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις:
14 Χ 21
Σελίδες:
96
Θεματική Ταξινόμηση:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρος:
190 γρ.
Παλιοί λογαριασμοί
Σκοτεινός Θάλαμος
1ος όροφος – Πλατεία Ομονοίας
Μπλε γιασεμί
Αλλιώτικα απογεύματα
Άμωμη γέννα
Η Πανωραία
Δεσμοί αίματος
Εκείνη
Εκ βαθέων συναντήσεις
Το μονοπάτι
Στη φάτνη
Το απόρρητο
Η τελευταία σταγόνα
Ο άλλος κόσμος ο σπουδαίος
Κενά γήρατος
Άστεγος μονόλογος
Παλιοί λογαριασμοί
ΞΥΠΝΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΧΟ της καφετιέρας και χαμογέλασε στην ιδέα πως κάποιος τον σκέφτεται και τον φροντίζει. Η μυρωδιά του έτοιμου καφέ τον ταξίδεψε σε εκείνο το εφηβικό δωμάτιο, το δήθεν δικό του, το διακοσμημένο με μινιατούρες ακριβών αυτοκινήτων και αφίσες ποδοσφαιριστών, γάντια του μποξ και τη Μονρόε σε διέγερση. Δικό του τίποτα. Αυτά είχαν τα αγόρια στα δωμάτιά τους. Αυτά είχε κι εκείνος, δώρα της μάνας και των συγγενών. Όλα όσα ήθελε ήταν κρυμμένα στα όνειρά του και τον συναντούσαν τα βράδια σε πλατείες με ροκ συγκροτήματα, χορευτές, ποιητές και αγγέλους με ξανθά μαλλιά. Τα πρωινά σερβίριζε έναν άλλο εαυτό φτιαγμένο για την οικογένειά του.
Ήταν τεσσάρων χρόνων όταν ο πατέρας μπήκε ταραγμένος στην κουζίνα και πέταξε με δύναμη μια εφημερίδα πάνω στην ψάθινη καρέκλα. Τον φάγανε τον Κέννεντυ, είπε στη μάνα του. Πλησίασε γεμάτος περιέργεια στην καρέκλα και είδε τη μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός άνδρα που φαντάστηκε κάποιους να τον τρώνε. Έβαλε τα κλάματα κι ακούμπησε τη σοκολάτα του πάνω στη φωτογραφία, στο στόμα του άνδρα, να γλυκάνει τον πόνο του. Η φωνή του πατέρα τού θύμισε τότε πως οι άντρες δεν κλαίνε, του άρπαξε τη σοκολάτα από το χέρι και την πέταξε στα σκουπίδια λέγοντας πως δεν χρειάζονται πολλές ευαισθησίες. Αμέτρητες ήταν οι φορές από τότε, που άκουσε τον πατέρα να του λέει αυτή τη φράση και πάντα αναστατωνόταν. Ζήλευε κάθε φορά που η αδερφή του έκλαιγε ελεύθερα. Κάθε μέρα έκλαιγε, ίσως κάθε ώρα. Ό,τι ήθελε, με κλάμα το ζητούσε και το κέρδιζε. Όχι μόνο αυτό αλλά την έπαιρνε και αγκαλιά ο πατέρας, τη χαϊδολογούσε και την παρηγορούσε. Εκείνον ποτέ, γιατί οι άντρες εκτός του ότι δεν έπρεπε να κλαίνε, δεν είχαν ανάγκη τα χάδια. Υπήρχαν όμως και τα τυχερά του. Όταν τέλειωνε η μάνα το μαγείρεμα, έλα εδώ βρε, του έλεγε, τώρα που λείπει ο πατέρας σου να σε χορτάσω χάδια. Κι εκεί χωμένος μέσα στο σύννεφο της αγκαλιάς της, ταξίδευε και συναντούσε άλλα αγόρια, και όλα μαζί κλαίγανε και γελούσαν, χαϊδεύονταν και γεύονταν τις κοριτσίστικες χαρές, τις απαγορευμένες.
Απαγορευμένο ήταν κι εκείνο το φιλί που του ακούμπησε στο στόμα ένα βράδυ η ξαδέρφη. Φερμένη από την Αυστραλία για διακοπές, έτοιμη στα δεκαπέντε να βουτηχτεί στο Γκρις Νο Πρόμπλεμ. Η πατρική εντολή αδιαπραγμάτευτη. Ο Μάριος, έφηβος πια, θα αναλάμβανε το πακέτο της ξενάγησης. Έτσι βρέθηκαν βραδάκι να ξαποσταίνουν από τον ανιαρό τουριστικό ποδαρόδρομο, καθισμένοι στα βραχάκια και απέναντί τους η Ακρόπολη εκπορνευμένη, λουσμένη από κόκκινο φως, να ζητά ανταπόκριση. Τα χέρια του σφιγμένα ανάμεσα στα γόνατά του. Τα χέρια της έφτιαχναν μπουκλάκια στα μακριά μαλλιά του. Μιλούσε ασταμάτητα, αγγλικά και ελληνικά ανακατεμένα, διακόπτοντας τη ροή του λόγου της για να κάνει τεράστιες τσιχλόφουσκες. Ο Μάριος σκέφτηκε να την κοιτάξει και να χαμογελάσει δείχνοντας έτσι τη συμμετοχή του στα λεγόμενα. Τότε ήταν που ένιωσε τη γεύση μέντας να μεταφέρεται με τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του. Αηδίασε και τραβήχτηκε.
Αναστατώθηκε και θύμωσε κοιτώντας την να ξεκαρδίζεται. Ήταν δεκαεπτά και εκείνη δεκαπέντε, Τη ζήλεψε. Έκανε κάτι που εκείνος δεν είχε μπορέσει να κάνει με καμία από τις φίλες του. Και ένα μόνιμο βάσανο ο πατέρας που επέμενε να του μιλά για τις προφυλάξεις εκείνης της ώρας. Με το τέλος του Λυκείου, ήρθε και το πατρικό δώρο, δύο πακέτα προφυλακτικά στο συρτάρι του γραφείου του μαζί με ένα σημείωμα που του υπενθύμιζε πως τώρα πια είναι άντρας και μπορεί να πράξει ανάλογα.
Αυτό και έκανε. Αφού πέρασε στη σχολή που ονειρεύονταν οι γονείς του, ξεκίνησε για να συναντήσει το δικό του όνειρο. Αυτό που τον επισκέφθηκε στην τελευταία σχολική παράσταση όπου πρωταγωνιστούσε. Ακούγοντας το χειροκρότημα των θεατών, όλα όσα ήταν δεμένα μέσα του, λύθηκαν και κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο κορμί και το μυαλό του. Δεν ήθελε να φύγει από τη σκηνή. Το χειροκρότημα αυτό πότισε την ψυχή του με τόση χαρά που τίποτα άλλο μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχε μπορέσει να του την προσφέρει. Προετοιμάστηκε χωρίς να πει κάτι στην οικογένεια. Μόνος του. Παραδοσιακό τραγούδι, ένα απόσπασμα από Οιδίποδα, μονόλογος από την Ψεύτρα του Κοκτό και ένας αυτοσχεδιασμός.
Πέρασε σε Ανώτερη Δραματική Σχολή. Η υποτροφία που πήρε, του εξασφάλιζε το δικαίωμα να κρατάει κρυφό το όνειρό του. Μόνο οι φίλοι γνώριζαν. Κάθε μέρα εκεί, ήταν μια γνωριμία με τον εαυτό του. Οι μεταμορφώσεις τού χάριζαν την ελευθερία που ποτέ δεν είχε. Όμως οι καλύτερες στιγμές του ήταν εκείνες που έπρεπε να κλάψει. Την πρώτη φορά που του ζητήθηκε σε άσκηση να κλάψει, απόρησαν όλοι με την ευκολία που ήρθαν δάκρυα στα μάτια του, κι εκείνος ο λυγμός που δεν ήταν μέσα στο ρόλο, μοιράστηκε σε όλους σαν δωρεάν πρόσκληση για να παρακολουθήσουν τη ζωή που έζησε μέχρι να τους συναντήσει.
Ο Σωτήρης πήρε την πρόσκληση και ήρθε κοντά του, έγινε ο καλύτερος φίλος του, ήξερε να τον ακούει, δεν γελούσε ποτέ με τις ευαισθησίες του, σεβόταν τις απόψεις του. Όταν για οικονομικούς λόγους του πρότεινε να νοικιάσουν μαζί σπίτι, ο Μάριος δέχτηκε με μεγάλη χαρά ξέροντας πως η συγκατοίκηση αυτή θα κάλυπτε όχι μόνο οικονομικά αλλά και ψυχολογικά κενά του φίλου του που είχε αφήσει γονείς και αδέρφια στην επαρχία προκειμένου να ακολουθήσει κι αυτός το όνειρό του.
Το δυάρι στον πέμπτο όροφο ήταν υπέροχο. Επιπλωμένο, με θέα στο λιμάνι. Ήταν μεσημέρι και χάζευαν από τη μεγάλη βεράντα το φάρο και το πήγαινε έλα των μεγάλων πλοίων. Ο Μάριος έβγαλε την πολαρόιντ και φωτογράφισε τα δύο πλοία που συναντήθηκαν σχεδόν στο ίδιο σημείο, το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά από το φάρο. Τι όμορφο, είπε κοιτώντας τη φωτογραφία, σαν να ενώθηκαν οι πλώρες τους. Κι εμείς, είπε ο Σωτήρης, κάπως έτσι όμορφα έχουμε ενώσει τις ζωές μας, και τον αγκάλιασε. Το πλοίο που έφευγε, δεν είχε ακόμα χαθεί από τον ορίζοντα όταν συναντήθηκαν οι αναπνοές τους, και δεν κατάλαβε αν ήταν το πλοίο εκείνο που σταμάτησε ξαφνικά την πορεία του ή ήταν η βεράντα τους που έπλεε δίπλα στο φάρο.
Η κοινή ζωή τους δύσκολη σε μια κοινωνία που απαιτούσε υποκρισία και αρνιόταν εγωιστικά το διαφορετικό. Οι περίπατοι στο πάρκο κοντά στο σπίτι, ήταν και για τους δύο λυτρωτικοί. Εκεί μπορούσαν να περπατούν αγκαλιασμένοι, ήταν ο μόνος χώρος που όσοι βρίσκονταν σ’ αυτόν έδειχναν να έχουν σκέψεις δικές τους, σημαντικές, που δεν τους άφηναν να βλέπουν παραπέρα.
Η επαφή τού Μάριου με την οικογένειά του είχε περιοριστεί σε μια Κυριακή κάθε μήνα προκειμένου να φάνε όλοι μαζί και να δυσαρεστηθούν, ο καθένας για δικό του λόγο.
Εκείνη την Κυριακή πήγε μαζί με το Σωτήρη. ΄Ολοι τον καλοδέχτηκαν, με εξαίρεση την αδελφή του που μάλλον λόγω κατάχρησης των δακρύων, το πρόσωπό της είχε μονίμως ένα κλαμένο ύφος.
Στην ερώτηση του πατέρα σχετικά με την πρόοδο των μαθημάτων, ο Μάριος ξεκίνησε πολύ ήρεμα να λέει πως στο Πανεπιστήμιο πήγε μόνο για την εγγραφή και τη φοιτητική ταυτότητα. Δεν πάτησε ποτέ ξανά γιατί ακολούθησε το όνειρό του να γίνει ηθοποιός. Συνέχισε να μιλά και να συστήνει τον Σωτήρη όχι σαν ένα απλό φίλο αλλά ως το σύντροφο της ζωής του. Τα δευτερόλεπτα ακινησίας ανθρώπων και αντικειμένων, έκαναν την τραπεζαρία να μοιάζει άδεια. Η οικογενειακή πυξίδα έστρεψε τα μάτια όλων στον πατέρα.
Εκείνος είχε ακινητοποιήσει τα μάτια του πάνω στο πρόσωπο του γιου του, κι αυτά από αντίδραση βούρκωσαν και άρχισαν να βρέχουν τα κόκκινα από το κρασί μάγουλά του. Τότε ο Μάριος σηκώθηκε και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο πατέρας άνοιξε τη λευκή πετσέτα του σερβίτσιου και έκρυψε μέσα το πρόσωπό του μέχρι που άκουσε την εξώπορτα να κλείνει.
Το τηλεφώνημα που δέχτηκε από την αδελφή του μετά από δυο μήνες τον ενημέρωνε για την απώλεια και για τη μέρα και την ώρα που θα τον αποχαιρετούσαν.
Ο Μάριος αποχαιρέτησε τον πατέρα του βρέχοντας με δάκρυα το άψυχο πρόσωπό του σε όλη τη διάρκεια της τελετής.
Η αδερφή του με παγωμένο άβρεχτο βλέμμα τού φάνηκε πως για πρώτη φορά χαμογελούσε.
Η Ελένη Νίκα γράφει μικρά διηγήματα βασισμένα σε έναν χαρακτήρα κάθε φορά ή/και ένα επεισόδιο που τον σημάδεψε. Ξεκινά με μια φυσιολογική ζωή, η οποία ωστόσο υποβάλλει την ιδέα ότι ένα αόρατο προσώρας πρόβλημα ελλοχεύει. Η συνέχεια αποκαλύπτει το βαθύτερο υπόστρωμα μιας ψυχικής αναπηρίας, η οποία κορυφώνεται σε ένα ευφυώς απρόσμενο τέλος, όχι ως εφέ αλλά ως νομοτέλεια.
Οι χαρακτήρες της είναι παρίες της κοινωνικής πραγματικότητας. Διαφέρουν, κι αυτή η διαφορά τους τους φέρνει στο τραγικό μεταίχμιο μιας σκληρότητας, που τη βιώνουν συνήθως εσωτερικά: ο ομοφυλόφιλος που έχει έναν καταπιεστικό πατέρα, ο ναρκομανής που «ταξιδεύει» ευτυχής, η επίδοξη μάνα που, επειδή δεν μπορεί να κάνει παιδιά, φτιάχνει το δικό της σενάριο, όπως και ο υπέρβαρος Αναστάσης που μιλάει με τον φίλο του Τάσο, ο οποίος είναι ο παλιός εαυτός του κ.λπ. Ετσι, κάθε ιστορία ξύνει ένα ψυχικό τραύμα, αποτέλεσμα οικογενειακών και κοινωνικών παθογενειών, το οποίο εισπράττεται σε ατομικό επίπεδο και καταφέρνει να δείξει πώς μια ζωή είναι μεσίστια. Αυτή η θλιβερή ματιά εξισορροπείται από τη συγγραφική ενσυναίσθηση, που κάνει τον πρωταγωνιστή θύμα, συμπαθές, οικείο και τραγικό θύμα του ασύμπτωτου των προσωπικών επιδιώξεων και των αντίξοων εσωτερικών ή εξωτερικών συνθηκών.
Η Ελ. Νίκα συγγράφει απλές ιστορίες, που περικλείουν στην ψίχα τους ένα ψυχογράφημα. Η γραφή της δεν φτάνει στην τραγικότητα, αλλά σίγουρα εκτείνεται σε ένα είδος παράνοιας, ακίνδυνης για τους άλλους αλλά αυτοκαταστροφικής για το ίδιο το πρόσωπο. Κι αυτή η όξυνση αντικατοπτρίζει την αδυναμία του χαρακτήρα να υψώσει πραγματικό ανάστημα απέναντι στις κοινωνικές συμπληγάδες, με αποτέλεσμα να καταβαραθρώνεται ψυχικά. Μόνη ηλιακτίδα βρίσκεται π.χ. στο «Μονοπάτι» όπου ένας ηλικιωμένος «ερωτεύεται» από μακριά μια ωραία περιπατήτρια, της χαρίζει ένα τριαντάφυλλο, κι αυτή, που είναι κουφή και άλαλη συγγραφέας, γράφει ένα βιβλίο αναθαρρημένη από την κίνησή του.
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Εφημερίδα των Συντακτών
Γεννήθηκα στον Πειραιά και μεγάλωσα σε μαγική γειτονιά που, μαζί με τη οικογένειά μου, πρόσφερε στη ζωή μου όσα μέχρι σήμερα μου δίνουν δύναμη και έμπνευση.
Τελείωσα Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκα στην ειδική αγωγή με ειδίκευση στις μαθησιακές δυσκολίες και τον αυτισμό.
Εργάστηκα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε δημόσια σχολεία γενικής και ειδικής αγωγής.
Μέχρι σήμερα αποδέκτες της γραφής μου ήταν οι φίλοι μου για τις ιστορίες μου και οι μαθητές μου για τα παραμύθια μου.
Η συλλογή διηγημάτων «Ζωές μεσίστιες» είναι η πρώτη απόπειρα να ελευθερώσω μερικές από τις ιστορίες μου, να τις αφήσω να ταξιδέψουν, με την ευχή να καταφέρουν να συνομιλήσουν με όσους συναντηθούν.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Η Ελευθερία δεν είχε ποτέ δικό της ζώο μέχρι τότε. Στο πατρικό της είχαν καναρίνια, αλλά αυτά δεν πιάνονται. Αυτά γρήγορα γίνονται ένα με το ντεκόρ. Η...