Ουσιαστικά δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για την ιστορία των γονιών του. Πώς λοιπόν να προέκυπτε θύμηση από κάτι που δεν είχε ζήσει και δεν γνώριζε; Η μητέρα του απέφευγε να μιλήσει για το παρελθόν. Τις ελλιπείς γνώσεις, τις είχε συλλέξει από αποσπασματικές διηγήσεις της μεγαλύτερης αδελφής του.
Για να αυτοπαρηγορηθεί, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ελλιπείς γνώσεις για το παρελθόν των γονιών τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατείχαν όμως πολύ περισσότερα από αυτόν, που ούτε καν το όνομα τού πατέρα του δεν γνώριζε. Δυστυχώς, δεν είχε την υπερφυσική ικανότητα ενός Όσκαρ Μάτσερατ να θυμάται περιστατικά που συνέβησαν πριν γεννηθεί. Αρκετά νωρίς κατάλαβε ότι η οικογένειά του δεν ήταν πλήρης, της έλειπε ένα μέλος. Τον ακριβή λόγο δεν τον έμαθε ποτέ. Ήταν ένας χωρισμός, μια ανεκπλήρωτη αγάπη; Όφειλε, άραγε, τη ζωή του στην τύχη, σε μια σύντομη ερωτική περιπέτεια;
Αργότερα δεν τον ενδιέφερε καθόλου η ιστορία του πατέρα του. Είχε συμβιβαστεί με την απουσία του. Δεν μπορούσε σε όλη του τη ζωή να τρέχει ξοπίσω του, πίσω από ένα φάντασμα. Τώρα, όμως, η αναζήτησή του γινόταν αναγκαία, αφού ήλπιζε έτσι να αντισταθμίσει την απουσία της μητέρας του και να μάθει επιτέλους τον λόγο της σιωπής και του θανάτου της.
Είδος:
Βιβλίο
ISBN:
978-960-606-116-5
Αριθμός έκδοσης:
1η
Έτος έκδοσης:
2019 (Σεπτέμβριος)
Ενιαία Τιμή Βιβλίου:
ΝΑΙ (έως Μάρτιο 2021)
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις:
14 Χ 21
Σελίδες:
120
Θεματική Ταξινόμηση:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρος:
228 γρ.
Μέρος Πρώτο
1. Σπιτι
2. Ο παραγωγος
3. Το χρονικο της νοσου
4. Οι αυταπατες
5. Τα πρωτα του βηματα
6. Ενα ταξιδι στο παρελθον
7. Επισκεψη στην Αντιλε
8. Τα δυσκολα χρονια
9. Το δωρο
Μέρος Δεύτερο
1. Ο ψυχοθεραπευτης
2. Δευτερη συνεδρια
3. Σκηνη Τ 25
4. Εκδρομη στο Σβετ
5. Η ειδηση του θανατου
6. Αποχαιρετιστηρια γιορτη
7. Τα γραμματα
8. Στο αεροδρομιο
2. Ο παραγωγός
ΕΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ να σπάσει τη σιωπή του. Θα μιλούσε με τον Άλμπερτ για τα πραγματικά αίτια της μακροχρόνιας αποχής του. Δεν πήγαινε άλλο. Θα του εξηγούσε πως μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας του και τον χωρισμό του από τη Γιούλια ήταν αναγκαίο να μείνει μόνος και ότι δεν έβρισκε δύναμη να δουλέψει.
Η ταινία που παρέμενε ημιτελής ονομαζόταν Τα φτερά της μελαγχολίας. Τα τρία τελευταία χρόνια είχε επεξεργαστεί λεπτομερώς το σενάριό της, αλλά του έλειπε το κουράγιο και ο ενθουσιασμός για να το ολοκληρώσει, για να βάλει εκείνες τις τελευταίες καθοριστικές πινελιές που κάνουν κάθε έργο τέχνης ξεχωριστό.
«Τώρα βαίνουν όλα προς το καλύτερο», θα τον διαβεβαίωνε. Θα ζητούσε λίγο χρόνο παράτασης για να κάνει τις τροποποιήσεις που απαιτούνταν. Κατά βάθος γνώριζε πως σε αυτήν την κατάσταση δεν μπορούσε ακόμα να κάνει πολλά, πόσο μάλλον να αρχίσει με τα γυρίσματα.
Όταν κατά το μεσημέρι τηλεφώνησε τον παραγωγό, του ζήτησε να γίνει η συνάντηση κατά τις οκτώμισι. Δεν ήθελε να συναντήσει κανέναν από τους συναδέλφους του, να τους δίνει εξηγήσεις για πράγματα που μέσα του δεν είχαν ακόμα ξεκαθαρίσει. Ο Άλμπερτ ξαφνιάστηκε λίγο από το τηλεφώνημα. Δεν είπε πολλά, μόνο πως σήμερα θα τον περίμενε κατ’ εξαίρεση στο γραφείο. Ο Ομέρ γνώριζε καλά τι σήμαινε “κατ’ εξαίρεση”, μια και το αφεντικό του έφευγε καθημερινά τελευταίο από την εταιρία κατά τις οχτώ… Έπρεπε, λοιπόν, να κλείσει το ραντεβού τουλάχιστον μία ώρα νωρίτερα.
Μετά το τηλεφώνημα περιστρέφονταν οι σκέψεις του γύρω από τη συνάντηση. Πώς θα αντιδρούσε άραγε ο Άλμπερτ; Θα τον επέπληττε; Θα τον πετούσε έξω από το γραφείο; Δεν μπορούσε να προβλέψει τις αντιδράσεις του.
Όταν ξεκίνησε είχε αρκετή κίνηση στον δρόμο. Η σκέψη και μόνο ότι θα έμπαινε πάλι στην εταιρία “Imagine” του έλυνε τα γόνατα. Η εταιρία είχε μεταφερθεί πριν από δύο χρόνια περίπου σε ένα μοντέρνο κτίριο στο Μπάμπελσμπερκ, λίγα μέτρα μόνο από την παλιά του έδρα. Η διεύθυνση και διαχείριση παραγωγής ήταν στα χέρια του Άλμπερτ Σαξ και της συζύγου του, της Ρεγκίνε.
Ο Άλμπερτ, ένας παλιός οπαδός του συγκροτήματος Πάγκοβ, ήταν η καρδιά της επιχείρησης. Πίσω από τα υπερμεγέθη γυαλιά της δεκαετίας του ’80 κρυβόταν μια πληθωρική προσωπικότητα. Ήταν εναργής άνθρωπος. Όταν του απηύθυνες ένα αίτημα ήταν σε θέση να το κατανοήσει γρήγορα σε όλες του τις πτυχές και να πραγματοποιήσει όλα σου τα σχέδια με μεγάλη ακρίβεια και διορατικότητα. Είχε ευχέρεια λόγου και μπορούσε να πείσει με εύστοχα επιχειρήματα τους συνομιλητές του. Για αυτό όλοι οι συνεργάτες του αισθάνονταν ισχυροί, όταν τον είχαν με το μέρος τους. Αλλά αν κάτι δεν ανταποκρινόταν στις επιθυμίες του, ο ίδιος αυτός ευαίσθητος άνθρωπος μετατρεπόταν σε τέρας. Τότε οι ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από το στόμα του έσκαβαν βαθιά το πρόσωπό του και τα ελαφρώς σουφρωμένα χείλη μαζί με το σωματικό πάχος τον έκαναν να φαίνεται τρομακτικός.
Σε λίγο θα τον συναντούσε. Άνοιξε τη βαριά πόρτα της εταιρίας και κατευθύνθηκε στο γραφείο του Άλμπερτ. Ο εκτυπωτής στη γραμματεία δούλευε ακόμα. Η κυρία Πίγκεπαγκ, η γραμματέας, δεν θα αργούσε να βγει από το γραφείο.
«Ω, ποιον βλέπουν τα μάτια μου, τι μεγάλη τιμή που μας κάνετε», είπε με διαπεραστική τσιριχτή φωνή η Πίγκεπαγκ, ενώ κρατούσε στο δεξί της χέρι ένα χαρτί και στο αριστερό μια μπάρα σοκολάτας. «Καταφέρατε επιτέλους να βρείτε πάλι το δρόμο προς τα εδώ, ε;»
«Έτσι φαίνεται», της απάντησε και χαμογέλασε από ανάγκη. Σε λίγο φάνηκε στον διάδρομο και ο Πέτερ, ο κάμεραμαν της εταιρίας. Τον ρώτησε τι κάνει, αλλά δεν πρόφτασε να απαντήσει μια και παρενέβη η Πίγκεπαγκ: «Τι ερώτηση κι αυτή; Δεν τον βλέπεις παιδάκι μου; Ο άνθρωπος είναι στα κακά του τα χάλια», συμπέρανε. Στη συνέχεια άφησε η γραμματέας το χαρτί στο γραφείο υποδοχής, έσπασε τη σοκολάτα σε μικρά κομμάτια και την καταβρόχθισε.
Προσπάθησε να μην πολυδώσει σημασία στα σχόλια της Πίγκεπαγκ. Δεν ήθελε να μπαίνει σε συζητήσεις. Έτσι το μόνο που σχεδόν αδιάφορα παρατήρησε ήταν πως πριν από μια εβδομάδα πέρασε μια βαριά γρίπη.
«Γρίπη;» αναφώνησε έκπληκτη η γυναίκα και φάνηκαν οι δυο βολβοί των ματιών της πίσω από τον κόκκινο σκελετό των γυαλιών της. «Γρίπη στη μέση του καλοκαιριού; Ελπίζω ότι δεν θα μας κολλήσεις», είπε κοιτάζοντας νευρικά το ρολόι της. Έπειτα εξαφανίστηκε στο γραφείο της για να κλείσει τον εκτυπωτή και να πάρει την τσάντα της. Όταν ξαναγύρισε από το σκοτεινό δωμάτιο ήταν όλο ανυπομονησία:
«Ω, άργησα, πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω», επαναλάμβανε η παχουλή γυναίκα βαριανασαίνοντας. «Αχ ναι, αυτό ήθελα ακόμα να σου πω. Αρχίζω να ξεχνάω, αρχίζω να ξεχνάω βρε παιδί μου; Ήρθε η βεβαίωση κράτησης από το ξενοδοχείο, ορίστε», είπε και έδωσε στον Πέτερ το τυπωμένο φύλλο που είχε αφήσει στο τραπέζι. Έπειτα άνοιξε ένα απολυμαντικό μαντηλάκι, σκούπισε τα χέρια της καθώς προχωρούσε στον διάδρομο και έκλεισε βιαστικά πίσω της τη βαριά γυάλινη πόρτα.
Οι άνδρες κοιτάχτηκαν για λίγο και γέλασαν. Έπειτα έριξε ο Πέτερ μια ματιά στη βεβαίωση:
«Πετάμε για γυρίσματα με τον Κρίστιαν στη Λισαβόνα», είπε.
«Κάθε χρόνο και μια νέα ταινία, ε;» πρόσθεσε ο Ομέρ με ένα ίχνος ζήλειας που δεν μπορούσε κανείς να παραβλέψει.
«Εφόσον έχουμε κάτι καινούργιο να πούμε και μας χορηγούνται χρήματα, γιατί όχι;»
«Μια νέα ταινία πάση θυσία», επανέλαβε με υπόκωφη φωνή.
«Δε σε καταλαβαίνω, τι εννοείς; Ξέρεις πώς λειτουργούν εδώ τα πράγματα».
Γνώριζε πολύ καλά τη νοοτροπία που επικρατούσε στην εταιρία. Ο Άλμπερτ επένδυε στην ποιότητα θέλοντας να γράψει κινηματογραφική ιστορία και να κερδίσει λίγο περισσότερα χρήματα από αυτά που επένδυε. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Ήξερε ότι αυτός και ο Κρίστιαν Βολφ ήταν οι κύριοι πυλώνες αυτής της μικρής εταιρίας και ότι με τη συμπεριφορά του ανάγκαζε τώρα το σκάφος να πετά μονάχα με έναν κινητήρα. Τον κατέκλυσαν ενοχές
«Μια και το ’φέρε η συζήτηση», είπε ο Πέτερ, «ο Κρίστιαν έχει γράψει για την τελευταία σου ταινία μια κριτική στο περιοδικό JDF. Το γνωρίζεις;» O Ομέρ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Τους τελευταίους μήνες τού ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί και δεν ήταν σε θέση ούτε καν ένα άρθρο εφημερίδας να διαβάσει.
« …μια πραγματικά εκθειαστική κριτική», πρόσθεσε ο Πέτερ. Ο Ομέρ δεν έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
«Χαίρομαι», του είπε μοναχά. Εκτιμούσε πολύ την κρίση του συναδέλφου του, ταυτόχρονα όμως γνώριζε ότι μια αρνητική κριτική θα ήτανε σαν να πριόνιζε ο Κρίστιαν τον κορμό από τον οποίο και ο ίδιος είχε γίνει μεγάλος.
Ο Πέτερ όπως και ο Κρίστιαν ήταν λίγο μεγαλύτεροί του. Ο πρώτος ανήκε στη γενιά των ηδονιστών, που στηριζόμενοι οικονομικά στις πλάτες των γονιών τους, τους έμενε χρόνος να ασχοληθούν, πέρα από το κύριο αντικείμενο σπουδών τους, με λογοτεχνία και φιλοσοφία. Ο Πέτερ αποφοίτησε μετά από οκτώ χρόνια από την ακαδημία κινηματογράφου και έναν χρόνο αργότερα άρχισε να δουλεύει ως κάμεραμαν. Του Κρίστιαν από την άλλη δεν του άρεζε η κλειστή, υπερπροστατευτική ατμόσφαιρα της ακαδημίας. Δεν αποτελούσαν για αυτόν πραγματική επιλογή οι σπουδές ως τα γεράματα. Ήταν γεμάτος δίψα για ζωή, ζούσε έντονα και ήθελε να παράγει έργο. Την πρώτη του ταινία τη γύρισε μόλις στα εικοσιτέσσερα. Ο Ομέρ ένιωθε απελπισία σκεπτόμενος το πόσο καιρό είχε χρειαστεί ο ίδιος μέχρι να βρει τον δρόμο του. Σπούδασε αρχικά μαθηματικά αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι ο κινηματογράφος ήτανε η μεγάλη του αγάπη. Και μετά ήρθαν τα παραγωγικά χρόνια: ταξίδια, συνομιλίες, διακρίσεις. Σχεδόν κάθε χρόνο είχε γυρίσματα, αφού σινεφίλ και κριτικοί περίμεναν ανυπόμονα την επόμενη ταινία του.
Οι κριτικοί κατέτασσαν τους δύο νεαρούς σκηνοθέτες στην ίδια σχολή μια και έβλεπαν μια σειρά από ομοιότητες. Δεν ήταν μόνο πως είχαν τον ίδιο παραγωγό και κάμεραμαν. Χρησιμοποιούσαν επίσης παρόμοια στιλιστικά μέσα. Ο Ομέρ στις τελευταίες του ταινίες ασχολούνταν θεματικά με τη συντριβή του συναισθήματος και της διαίσθησης σε ένα παρόν που επιδιώκει να εξορθολογήσει τα πάντα, ενώ ο Κρίστιαν κατέγραφε τα ανορθολογικά στοιχεία της γερμανικής κοινωνίας, που περνάνε μέσα της σαν ένα είδος λογικής.
Γλωσσολόγος και διδάκτορας Νευροεπιστημών ο Κύρο Πόντε (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κυριάκου Σιδηρόπουλου) γεννήθηκε το 1972 στο Έσλινγκεν της Δ. Γερμανίας. Μεγάλωσε όμως στη Θεσσαλονίκη, την οποία έμελλε πάλι να εγκαταλείψει για σπουδές πρώτα στο Φράιμπουργκ και έπειτα στη Τυμβίγη. Ο Κύρο Πόντε είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων Γερμανίας. Είναι παντρεμένος, έχει έναν γιο και ζει και εργάζεται μεταξύ Στουτγάρδης και Τυμβίγης. Εκτός από τα επιστημονικά του συγγράμματα έχουν εκδοθεί η ποιητική του συλλογή "Τα της μνήμης και του έρωτα" (BoD, 2018, ελληνικά) καθώς και η σειρά διηγήσεων „Το μήλο έπεσε από το αριστερό χέρι της Αφροδίτης“ (Groβenwahnverlag, 2015, γερμανικά). Στις μεταφραστικές του δουλειές ανήκουν μεταξύ άλλων "Το τελευταίο αντίο" (γερμ. "Das letzte Adieu") του Βασίλη Βασιλικού (edition buntehunde, 2009). Το 2007 ίδρυσε τη διαδικτυακή πύλη λογοτεχνίας Inlitera από την οποία προέκυψε η ανθολογία "Netzwerke", καθώς επίσης και μια σειρά συνεντεύξεων με λογοτέχνες. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στην ιστοσελίδα www.kyro-ponte.de.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Mια σειρά γεγονότων που εξελίσσεται κάτω από τη σκιά της μεγαλύτερης εξοπλιστικής αγοράς που έγινε ποτέ.
Ένα μυθιστόρημα με καταιγιστική δράση, αγωνία...
Η νουβέλα «Κόκκινες Πολιτείες » προτείνει μια διαφορετική ανάγνωση του παρελθόντος, αυτήν της παραγνωρισμένης πλευράς της ιστορίας, προσπαθώντας να φέρει...