Μια αναπάντεχη σύνθεση ηρώων που τραγουδούν δυνατά για να καλύψουν το στατικό θόρυβο του σύμπαντος. Ασπρόμαυροι αντιήρωες που, άλλοτε με πικρή διαύγεια και άλλοτε με δονκιχωτική αισιοδοξία, επιδίδονται σε απέλπιδες προσπάθειες να διασκεδάσουν τον τρόμο του τέλους. Στο «εκτροφείο» η επανάληψη είναι μια πράξη κατευναστική, ενώ η κατάληξη φαίνεται αναπόδραστη. Τα διηγήματα-στιγμιότυπα του εκτροφείου δεν αποτυπώνουν ανθρώπους στα καλύτερα ή τα χειρότερά τους, αλλά τους πιάνουν εξαπίνης στις πιο ειλικρινείς καταθέσεις της καθημερινότητάς τους. Εκεί όπου το παράδοξο γίνεται το όχημα για το στοιχειώδη μεταβολισμό του βιώματος και όπου η πλάνη παρέχει τον υποστηρικτικό μηχανισμό για τις λειτουργίες της επιβίωσης. Τα όρια ανάμεσα στο θήραμα και το θηρευτή είναι συγκεχυμένα, σε ένα λαβυρινθώδες τοπίο, όπου καταλύεται η βεβαιότητα της συνύπαρξης και όπου οι ήρωες δεν ακούν παρά την ηχώ της φωνής τους.
Ζωγραφική:
Ντόντου, Λήδα
Είδος:
Βιβλίο
ISBN:
978-960-606-107-3
Αριθμός έκδοσης:
1η
Έτος έκδοσης:
2019 (Απρίλιος)
Ενιαία Τιμή Βιβλίου:
ΝΑΙ (έως 1-10-2020)
Εκδότης:
Εκδόσεις Γκοβόστη
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Σελίδες:
80
Θεματική Ταξινόμηση:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρος:
140 γρ.
Αμφιβολία
Το μέτωπό της έσταζε. Δε μπορούσε να εμφανιστεί έτσι στη συνάντηση. Πασπάτεψε τις τσέπες της μήπως έβρισκε κανένα χαρτομάντιλο ή κάτι που να μπορούσε να βοηθήσει την κατάστασή της. Όταν ολοκλήρωσε τη μάταιη ενασχόλησή της, πήρε βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσει τη σκέψη της. Προς στιγμήν σκέφτηκε να ακύρωνε τη συνάντηση. Όχι, αυτό δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, απλά θα επιδείνωνε τη θέση της. Να σκουπίσει το μέτωπο με το μανίκι της ήταν μια κάποια προσωρινή λύση, αλλά το να το διατηρήσει στεγνό ως το τέλος της συνάντησης ήταν κάτι που ήξερε πως την ξεπερνούσε.
Κάθισαν αντικριστά. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν με αποφασιστικότητα. Δεν χωρούσε δισταγμός, καθώς οποιοδήποτε τρεμόπαιγμα του ματιού θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αβεβαιότητα. Ο χώρος ήταν μεγάλος και παγωμένος και ανησύχησε μήπως οι μύες της την προδώσουν και επιδοθούν σε ακατάσχετους σπασμούς. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να λάβει έκτακτα μέτρα. Όπως να αρχίσει να φλυαρεί, για παράδειγμα. Ίσως έτσι να μην γινόταν αντιληπτή η αδυναμία της. Αλλά μπα. Εκείνος, όπως συνήθως, δεν θα άφηνε τίποτα να πέσει κάτω. Την ήξερε σαν την παλάμη του χεριού του. Έτσι έλεγε, τουλάχιστον. Είχε βγάλει τα συμπεράσματά του και περίμενε υπομονετικά ένα ολίσθημα. Μπορούσε να περιμένει για ώρες. Θα συγκέντρωνε τα επιβαρυντικά στοιχεία και κάποια στιγμή θα είχε αρκετά για να ξεκινήσει.
Για εκείνη δεν υπήρχε διέξοδος, αλλά κάθε φορά έπαιζε ως το τέλος. Θα προσπαθούσε να παρουσιάσει τη δική της οπτική για τα γεγονότα, προσθέτοντας λεπτομέρειες που θα έκαναν την αφήγηση πειστική στα αυτιά οποιουδήποτε ακροατή. Επίσης, η οπτική είναι κατεξοχήν υποκειμενική υπόθεση, όπως συνήθιζε να λέει, δεν μπορείς να την αμφισβητήσεις. Μπορείς να την κρίνεις, μπορείς να διαφωνήσεις, αλλά σίγουρα όχι να την αμφισβητήσεις. Και άλλα τέτοια. Είχε έρθει προετοιμασμένη. Ο χρόνος που είχε μεσολαβήσει της είχε επιτρέψει να τελειοποιήσει τις μεθόδους της. Να στρογγυλέψει τις αντιδράσεις της. Ένιωθε πιο ώριμη να σταθεί απέναντί του και να εκτεθεί.
Παρατήρησε τα χέρια του. Της έδωσαν την αίσθηση του διάφανου. Θέλησε να τα αγγίξει, αλλά θυμήθηκε τη θέση τους στο χρόνο και άλλαξε γνώμη. Αποφάσισε ότι η απόστασή τους ήταν η πλέον κατάλληλη. Με τα μάτια καρφωμένα στο χέρι του, γερασμένο πια και λιγότερο σταθερό, να ανακατεύει τη ζάχαρη στην κούπα του καφέ, έκανε να μιλήσει. Εκείνος, λες και έπιασε την αλλαγή στην ανάσα της, σήκωσε το βλέμμα του και περίμενε. Η σκηνή είχε λάβει πλέον την αρχετυπική μορφή της, εκεί απ’ όπου πάντα ξεκινούσαν όλα. Εκείνος περίμενε κι εκείνη έχανε τον ειρμό της. Μέχρι να ξεχάσει αυτό που ήθελε να πει, να μπερδέψει την αλήθεια με ψέματα που μόλις είχε επινοήσει και πιστέψει και η ίδια, να τον εκνευρίσει και εκείνος με τη σειρά του να της εκθέσει στο πιάτο την ίδια της τη σκέψη τελεσίδικα και έπειτα να σηκωθεί να φύγει απογοητευμένος.
Χαμήλωσε το βλέμμα της. Στο μυαλό της, το τρένο της αμφιβολίας είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι του. Η απόφασή της να υιοθετήσει ένα παιδί μαζί με την επί χρόνια σύντροφό της, της φαινόταν ξαφνικά ξένη και η επικείμενη ανακοίνωση της χαρμόσυνης είδησης απομακρυνόταν σαν αποκύημα της φαντασίας της, που έπρεπε να κρατήσει για τον εαυτό της, για το δικό της καλό. Η πραγματικότητα μπερδεύτηκε με τη φαντασία και αναρωτήθηκε και η ίδια αν όντως ήθελε να του πει κάτι και αν όλα αυτά συνέβαιναν πράγματι στη ζωή της.
Κατέληξε ότι θα ήταν καλή ιδέα να αφήσει την όποια ανακοίνωση για κάποια στιγμή που το μυαλό της θα ήταν πιο καθαρό και άρχισε να φλυαρεί για ένα γεγονός που δεν ήταν σίγουρη αν είχε συμβεί, αλλά απ’ όσο ήταν σε θέση να γνωρίζουν και οι δύο, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει συμβεί. Αρκεί να μην έτρεμε η φωνή της και να μην ίδρωνε το μέτωπό της. Το μόνο που είχε μια κάποια σημασία.
Η Γεωργία Μιχαλαριά γεννήθηκε το 1981 στη Σπάρτη. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ψυχολογία της Εκπαίδευσης στο Λονδίνο. Ζει, συγγράφει και εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια στην Αθήνα. Το Εκτροφείο Θηραμάτων είναι το πρώτο της βιβλίο.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Κατά τις αρχές του 1960 σε ένα παραλιακό χωριό της Αργολίδας, η τουριστική εξέλιξη έρχεται, φέρνοντας μαζί και αισιόδοξα μηνύματα για το μέλλον των κατοίκων...
Ένα μωρό που κλαίει ασταμάτητα μέσα στη νύχτα. Πώς αλλάζει ο κόσμος μας από ένα τόσο δα πραγματάκι; Γιατί αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε την απώλεια και...
Οι ιστορίες που περιέχονται στο παρόν βιβλίο αποτελούν μια ενότητα.
Στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από έναν κοινό κύριο άξονα.
Είναι βασισμένες...
Δύο παραμύθια για μικρούς και μεγάλους.
Δύο ιστορίες για την αναζήτηση της ευτυχίας.
¶ραγε, πόσο εύκολο είναι να δείξουμε στους ανθρώπους που αγαπάμε...